Σελίδες

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Θεόδωρος Ζιάκας: Ο μεταμοντέρνος γνωστικισμός

Θεόδωρος Ζιάκας: Ο μεταμοντέρνος γνωστικισμός

Η αναζήτηση εξόδου από το τέλμα του σύγχρονου μηδενισμού εκδηλώνεται κυρίως με τη μορφή του μεταμοντέρνου φουνταμενταλισμού και της λεγόμενης «νέας θρησκευτικής συνείδησης». Η εμφάνιση του μεταμοντέρνου φουνταμενταλισμού τοποθετείται στη δεκαετία του ’60 και έκτοτε βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.
Το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό των ποικίλων και εχθρικών μεταξύ τους φουνταμενταλιστικών ρευμάτων, είναι η διάγνωση ότι για όλα τα δεινά του σύγχρονου κόσμου φταίει η Νεωτερικότητα και ζητούν την αναθεμελίωση του πολιτισμού επί των δικών τους προνεωτερικών ανθρωπολογικών βάσεων. Το δεύτερο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ο κολεκτιβισμός και η ενεργοποίηση των πιο απίθανων παραδοσιακών απαγορεύσεων και καθηκόντων, με σκοπό την πλήρη διαφοροποίηση-αποξένωση από το «διεφθαρμένο» νεωτερικό περιβάλλον (γενειάδες, κοτσιδάκια, μαντήλες, κλπ.). Με τον φουνταμενταλισμό δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε εδώ, γιατί η διέξοδος που προτείνει είναι σαφώς κολεκτιβιστική-προνεωτερική. Με τη «νέα» όμως θρησκευτική συνείδηση πρέπει να προβληματιστούμε, γιατί μέσα απ’ αυτήν προβάλλουν αξιώσεις μετανεωτερικής διεξόδου.
  1. Η «νέα θρησκευτική συνείδηση»
Φορείς της λεγόμενης «νέας θρησκευτικής συνείδησης» είναι σήμερα στη Δύση εκατοντάδες νέες θρησκείες.
Οι απαρχές της «νέας θρησκευτικής συνείδησης» ανάγονται στα τέλη του 19ου αιώνα και συνδέονται με την εμφάνιση του μοντέρνου μηδενισμού. Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα οι διάφορες τάσεις της γνωρίζουν μια πρωτοφανή άνθιση. Ξεκινούν από την Αμερική και διαχέονται στον υπόλοιπο κόσμο. Πολλές απ’ αυτές έχουν εισαχθεί και στην Ελλάδα έπειτα από τη Μεταπολίτευση. Η λίστα που συνέταξε ο μακαρίτης π. Αν. Αλεβιζόπουλος είναι ατελείωτη.
Το πνεύμα όλων αυτών των τάσεων είναι νεο-γνωστικιστικό. Έχει υπερφαλαγγίσει τον παρδοσιακό αστικό γνωστικισμό, που εκπροσωπούνταν από τις μασονικές στοές. Διαποτίζει, επίσης, την παραδοσιακή θρησκευτική συνείδηση. Πιθανολογείται μάλιστα ότι η «νέα θρησκευτική συνείδηση» έχει ήδη καταστεί η επικρατέστερη μορφή θρησκευτικής συνειδήσεως στη Δύση. Ταυτισμένη καθώς ήταν με τον πνευματοκτόνο αντικομμουνιστικό ακτιβισμό, η δυτική χριστιανική θρησκευτικότητα ρούφηξε τη «νέα πνευματικότητα» σαν η έρημος τη βροχή. Η αλλαγή είναι πλέον εμφανής και συνίσταται στην υπερέξαρση του μυστικισμού. Η πίστη ότι ο μυστικισμός είναι η «ουσία» της θρησκείας έχει μάλλον κυριαρχήσει. Αναγνωρίζεται, εν γένει, στην πεποίθηση ότι υπάρχει μια «άλλη κατάσταση», η μόνη πραγματική και το θέμα είναι να βρει ο καθένας τον εμπειρικό δρόμο που θα πρέπει, ο ίδιος προσωπικά, να ακολουθήσει για να «φθάσει» εκεί.
Η ταύτιση θρησκείας και μυστικισμού αποτελεί τη βάση ενός μεταμοντέρνου θρησκευτικού συγκρητισμού. Όπου και το σημείο σύγκλισης των «νεοθρησκευτικών» τάσεων. Ο συγκρητισμός (η εκλεκτική «σύγκραση») παρέχει στη «νέα θρησκευτική συνείδηση» την ακαταμάχητη υπεροπλία της, έναντι της «δογματικής αποκλειστικότητας» των παραδοσιακών θρησκειών. Το New Age είναι, για παράδειγμα, η κυρίαρχη μορφή «νεοθρησκευτικού» συγκρητισμού. Σύμφωνα με τις «νεοεποχικές» συγκρητιστικές αντιλήψεις όλες οι θρησκείες κρύβουν μέσα τους μια «εσωτερική παράδοση». Κάθε μια απ’ αυτές περιέχει όψεις της αντικειμενικής αλήθειας, ιδιαίτερους «δρόμους» προς την «άλλη κατάσταση». Θα ήταν, επομένως, ευχής έργον να συγκροτηθεί μια οικουμενική υπερ-θρησκεία, που να περιλαμβάνει «όλους τους δρόμους» και να ξεπερνά τους φονταμενταλισμούς. Μια «εναλλακτική» πανθρησκεία, κατάλληλη για την παγκοσμιοποίηση και τη μετανεωτερική εποχή. Ο «ανοιχτός σε όλα» και «ελεύθερος από δογματισμούς» άνθρωπος της «νέας εποχής», αντλεί από το μυστικιστικό σουπερμάρκετ ό,τι επιθυμεί: από τη Φιλοκαλία, τις Ουπανισάδες, τη θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών, την Αποκάλυψη του Ερμή του Τρισμέγιστου, την εβραϊκή Καβάλα, ή το Βουντού και τη Σαϊεντολογία.
Το θέμα δεν είναι αν η «νέα θρησκευτική συνείδηση» είναι «καλύτερη» ή όχι από την «παλιά». Το θέμα είναι, για μας εδώ, ότι δεν είναι καθόλου «νέα». Τουλάχιστον πιο νέα από εκείνη της ελληνο-ρωμαϊκής εποχής, λίγο πριν και λίγο μετά την έλευση του χριστιανισμού. Η θεματολογία και οι απαντήσεις παραμένουν οι ίδιες. Ο κοινός παρονομαστής τόσο των αρχαίων όσο και των σύγχρονων μορφών Γνωστικισμού είναι ότι κηρύσσουν κάποιον τρόπο απόδρασης από τα κοινωνικά προβλήματα, μέσω μιας ιδιαίτερης μεταφυσικής διαφώτισης ελιτίστικου χαρακτήρα. Οι διατυπώσεις μόνο είναι διαφορετικές και βεβαίως τα ιστορικά συμφραζόμενα.
Ο αρχαίος γνωστικισμός ήταν ένα σύνολο ιδεολογικών συστημάτων, τα οποία χαρακτηρίζονταν από την πεποίθηση ότι με την εφαρμογή κάποιων ειδικών τεχνικών, οι οποίες απορρέουν από μια κρυμμένη ανώτερη Γνώση, είναι δυνατή η παραγωγή μαγικών αποτελεσμάτων στο πεδίο της υποκειμενοποίησης, ικανών να κάνουν τον άνθρωπο υπεράνθρωπο. Ο τύπος ανθρώπου, στον οποίο έβρισκαν απήχηση τα συστήματα αυτά ήταν κυρίως το ανέστιο Άτομο, το περιερχόμενο σε κατάσταση υπαρκτικού αδιεξόδου: κρίσης νοήματος και εσωτερικού κενού. Το γνωστικιστικό πνεύμα ήταν η βασική έκφραση των διεργασιών εξανατολισμού-αφελληνισμού στο θρησκευτικό πεδίο. Εναντίον του έκανε σκληρό αγώνα ο χριστιανισμός σε συμμαχία με το κλασικό ελληνικό πνεύμα.
  1. Το πρόβλημα και η αναζήτηση
Γενικά οι νεογνωστικιστικές τάσεις είναι ελκυστικές, γιατί υπόσχονται απαντήσεις στα υπαρξιακά προβλήματα που δημιουργεί η αποσύνθεση του νεωτερικού ατόμου. Αξιοσημείωτο είναι το ενδιαφέρον που προκάλεσε γι’ αυτές η κατάρρευση των αριστερών οραματικών διεξόδων της Νεωτερικότητας. Ας δούμε από πιο κοντά τη συσχέτιση αυτή.
2.1       Από την «αλλαγή του κόσμου» στην «αλλαγή του ανθρώπου»
Η εμπειρία από την εφαρμογή της κομμουνιστικής ιδεολογίας απέδειξε, ότι όλα χωρίς εξαίρεση τα επαναστατικά κινήματα καταλήγουν να κάνουν ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που αρχικά επιδίωκαν. Τέθηκε έτσι το ερώτημα: γιατί ένα συλλογικό υποκείμενο, το οποίο ξεκινά να καταργήσει την εκμετάλλευση και την κυριαρχία, είναι καταδικασμένο να τα αναπαράγει και μάλιστα από τα πρώτα του βήματα;
Οι επαγγελματίες της κατεστημένης αριστερής πολιτικής αγνοούν φυσικά το ερώτημα. Και μαζί με τη μάζα των χαμένων οπαδών εκβάλλουν ανυποψίαστοι στην κοίτη του σύγχρονου μηδενισμού. Μερικοί, ωστόσο, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τον μηδενισμό, φθάνουν στον εξής ενδιαφέροντα απολογισμό: α) Δεν μπορείς να «αλλάξεις τον κόσμο», αν δεν μπορείς να αλλάξεις ο ίδιος. β) Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις. γ) Μια θεωρία για την αυτο-αλλαγή του «υποκειμένου της αλλαγής» είναι απαραίτητη.
Και καθώς ο μαρξισμός δεν έχει μια τέτοια θεωρία η αναζήτηση παίρνει άλους δρόμους. Κατ’ αρχάς προς τη μοντέρνα ψυχολογία. Η σύνθεση φροϋδισμού και μαρξισμού, ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου, εκφράζει αυτήν ακριβώς την αναζήτηση. Και εξηγεί τη θραύση που κάνει ο φροϋδομαρξισμός στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Καθώς όμως η μοντέρνα ψυχολογία ασχολείται μόνο με τον «ψυχικά άρρωστο» δεν είναι σε θέση να δώσει απάντηση. Χρειάζεται μια ψυχολογία που να ασχολείται με τον «υγιή» άνθρωπο. Η αναζήτηση μιας «ψυχολογίας του υγιούς» οδηγεί, κατ’ ανάγκην, στα ποικίλα «συστήματα» αυτο-αλλαγής του συνηθισμένου ανθρώπου. Δηλαδή στον Γνωστικισμό. Ήδη μια γέφυρα ανάμεσα στη μοντέρνα ψυχολογία και στον Γνωστικισμό, έχει δημιουργήσει ο Καρλ Γιουγκ μαθητής του πατέρα της μοντέρνας ψυχολογίας Σίγκμουντ Φρόϋντ.
Οι περισσότεροι βέβαια κατευθύνονται προς τον γνωστικισμό, επειδή βιώνουν έντονα την αποσύνθεση της ατομικότητας και ζητούν το «αυθεντικό εγώ». Η κρίση του νεωτερικού υποκειμένου, συλλογικού και ατομικού, δεν εκβάλλει μόνο στο μηδενιστικό δίπολο κυρίαρχος/καταναλωτής, αλλά και στον γνωστικισμό. Όπως, κατά διαβολική σύμπτωση, συνέβη και στην αρχαιότητα με την κρίση της ελληνικής εξατομίκευσης.
2.2       Ψυχολογία και οντολογία
Ο σύγχρονος γνωστικισμός καλύπτει και τις δύο μορφές μηδενιστικής αποσύνθεσης, τόσο την κολεκτιβιστική όσο και την ατομοκεντρική.
Γι’ αυτό αρχίζει από τον πιο πρωτόγονο παγανισμό, τη μαγεία, την αστρολογία και τον πνευματισμό, και φτάνει μέχρι τον βουδισμό, τον σουφισμό και τον χριστιανικό γνωστικισμό. Προσφέρεται, δηλαδή, σαν «φάρμακο» στις δύο μορφές ανεστιότητας, οι οποίες συνοδεύουν τον μηδενισμό δευτέρου και τρίτου βαθμού.
Στις «φιλοσοφικότερες» εκδοχές του μπορεί να βρει κανείς ιδέες που μοιάζουν «αποκάλυψη». Αναφέρω για παράδειγμα μερικές από τις «ιδέες» του μεγαλύτερου γνωστικού του 20ου αιώνα, του συμπατριώτη μας από τον Καύκασο Γεωργίου Ι. Γεωργιάδη (1869-1949):
α) Η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένα ημιτελές ον, που πρέπει να ολοκληρωθεί με δικές του συνειδητές προσπάθειες. (Η φύση τον πήγε ως ένα σημείο. Από κει και πέρα πρέπει να προχωρήσει μόνος του.)
β) Η ιδέα ότι δεν μπορεί να αλλάξει ο άνθρωπος τον εαυτό του, λόγω της μηχανικότητάς του, μιας ειδικής μορφής ύπνου, μέσα στην οποία αναλώνει τη ζωή του. (Μπορεί όμως να αρχίσει να κάνει κάτι, αν συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα.)
γ) Η ιδέα ότι έχουμε μέσα μας πολλά άσχετα μεταξύ τους εγώ, η χαοτική κίνηση των οποίων μας κάνει έρμαια της τύχης και της ανάγκης. (Το εγώ που συνειδητοποιεί την πολλαπλότητα αυτή μπορεί να γίνει το αρχιμήδειο στήριγμα για τη διαμόρφωση μιας πραγματικής ατομικότητας.)
δ) Η ιδέα της διάκρισης «ουσίας» και «προσωπικότητας», όπου η δεύτερη αναπτύσσεται σε βάρος της πρώτης, καθορίζοντας την οριστική καθήλωση του ανθρώπου στη μηχανικότητα. (Με τη διάκριση αυτή συνδέεται η διάκριση γώσης και «είναι» και η έννοια της «κατανόησης», ως συνισταμένης μιας ισόρροπης ανάπτυξης «ουσίας» και «προσωπικότητας»).
ε) Η ιδέα των «τριών μυαλών», -νοητικού, συναισθηματικού, ενστικτικοκινητικού- τα οποία λειτουργούν μονόπλευρα και άναρχα και των οποίων η εναρμόνιση δημιουργεί τον «τέταρτο δρόμο» της εξόδου από τη μηχανικότητα. (Οι άλλοι τρεις, -του γιόγκι, του καλόγερου και του φακίρη-, στηρίζονται στην κατ’ αποκλειστικότητα ανάπτυξη του αντίστοιχου «μυαλού» ή «κέντρου»).
στ) Η ιδέα ότι το συναισθηματικό «μυαλό», που το κέντρο βάρους του βρίσκεται στο ηλιακό πλέγμα, είναι το όργανο-έδρα των αξιών. (Ο μηδενισμός αναγνωρίζεται έτσι ως ασθένεια του συναισθηματικού. Ως αποτέλεσμα της προοδευτικής υπανάπτυξης και ατρόφησης του «οργάνου» αυτού στον δυτικό πολιτισμό. Η υπανάπτυξη του συναισθηματικού παράγει τον άνθρωπο-χίμαιρα. Κι αυτός τον χιμαιρικό πολιτισμό της εποχής μας. Στον χιμαιρικό πολιτισμό οι άνθρωποι μπορούν να εξοντώνουν κατά μάζες τους συνανθρώπους τους, χωρίς να αισθάνονται τίποτα. Πατώντας απλώς ένα κουμπί. Εδώ κι ο ίδιος ο διάβολος λιμοκτονεί, καθώς «δεν φυτρώνουν πλέον ψυχές στο εσωτερικό των ανθρώπων»).
ζ) Η ιδέα ότι αν δεν εκπληρώνεις τα «οντολογικά σου καθήκοντα», αν δεν «εργάζεσαι πάνω στον εαυτό σου», είσαι καταδικασμένος να «πεθάνεις σα σκυλί».
Όμως, παρά την αλήθεια τους, αυτές και άλλες τέτοιες εντυπωσιακές γνωστικές ιδέες, δεν λύνουν το πρόβλημα, γιατί η βασισμένη σ’ αυτές ψυχολογία της «εργασίας πάνω στον εαυτό», είναι πάντοτε εγγεγραμμένη σε κάποια αναγκαιοκρατική οντολογία. Το σημείο αυτό είναι και το καθοριστικό, γιατί αγγίζει την ουσία του ζητήματος, που είναι η ελευθερία.
Πράγματι. Το σύμπαν του γνωστικισμού θεμελιώνεται στην ανάγκη και όχι στην ελευθερία. Το ιστορικό κακό, όπως και αν εννοείται, είναι κοσμολογικά/οντολογικά προσδιορισμένο. Είτε γιατί κάποιος «κακός θεός» έφτιαξε έτσι τον κόσμο, είτε γιατί το κακό στη Γη είναι απαραίτητο για να «αναβαθμιστεί το Φεγγάρι σε πλανήτη», είτε γιατί απλώς το ηλιακό μας σύστημα βαρύνεται από κάποιο «ανεπανόρθωτο κατσκευαστικό σφάλμα…»
Με άλλα λόγια: Τα κοινωνικά προβλήματα υπερκαθορίζονται από εξωκοινωνικές επιδράσεις («κοσμικές», «πλανητικές» κ.τ.τ.). Δεν μπορούμε να διαρρήξουμε στο κοινωνικό πεδίο τα δεσμά της τύχης και της ανάγκης, γιατί προσκρούουμε στον «Γενικό Νόμο». Υπάρχει όμως και ο «Νόμος της Εξαίρεσης», ο οποίος ισχύει στο ατομικό πεδίο. Μόνο στο ατομικό πεδίο και εκεί πολύ δύσκολα και ως εκ τούτου πάντοτε για λίγους, μπορούν να υπάρξουν συνειδητές αλλαγές. Εξ αιτίας όμως του «Γενικού Νόμου», τα όποια επιτεύγματα της «εργασίας πάνω στον εαυτό», δεν «κρυσταλλώνονται» στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων, αλλά σε κάποιον άλλο «ανώτερο» χώρο (π.χ. στον «αστρικό» χώρο). Με την έννοια αυτή η παραγόμενη «εσωτερική» ελίτ των «εκλεκτών» ανήκει σε έναν «άλλο» κόσμο: στον «εσωτερικό κύκλο της ανθρωπότητας». Αυτός είναι ο λόγος που ο γνωστικισμός της δεύτερης ανθρωπολογικής βαθμίδας (ο επεξεργασμένος γνωστικισμός) ονομάζεται και «εσωτερισμός».
Η μορφή των εξηγήσεων, για τον αποκλεισμό της δυνατότητας «αλλαγής του κόσμου», ποικίλλει από σύστημα σε σύστημα. Ο αποκλεισμός όμως αυτός είναι κοινός παρονομαστής τους, ακόμα και όταν δεν διατυπώνεται ρητά. Διακρίνουμε μάλιστα δύο γραμμές σκέψης: Το ζητούμενο «αυθεντικό εγώ» είτε δημιουργείται βαθμιαία από την «εσωτερική εργασία», όντας κατ’ αρχήν ανύπαρκτο, είτε απλώς «αποκαλύπτεται» μέσω της «εργασίας», καθώς «ξεθάβεται» από τον σωρό των συνηθειών, φαντασιώσεων, ιδεών που συγκροτούν την κοινωνική προσωπικότητα. Η πρώτη γραμμή δέχεται τη σημασία του «γίγνεσθαι», η δεύτερη θεωρεί αυταπάτη το «γίγνεσθαι» και μιλά για το «είναι» ή την «αιώνια επιστροφή». Η πρώτη θεωρείται πιο «δυτική», η δεύτερη πιο «ανατολική». Αυτό που έχει σημασία είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις, το ζητούμενο «αυθεντικό εγώ» τοποθείται κάπου «αλλού», δηλαδή εκτός κοινωνικού πεδίου.
Στον εξωκοινωνικό όμως «χώρο», όπου υποτίθεται ότι «κεφαλαιοποιούνται» τα επιτεύγματα της «εσωτερικής εργασίας», είναι αδύνατη η διυποκειμενική επαλήθευσή τους. Ο «λιγότερο εξελιγμένος» δεν έχει τον τρόπο να πιστοποιήσει αυτό που καθιστά τον καθοδηγητή του «ανώτερο» και τον ίδιο «κατώτερο». Αποτέλεσμα: Η πάντοτε αναγκαία ιεράρχηση των επιπέδων γνώσης στο πλαίσιο της συλλογικής εργασίας (: σχολής, ομάδας, δραστηριότητας κλπ.) και κατ’ επέκταση στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων, γίνεται κατ’ ανάγκην ανεξέλεγκτη. Δηλαδή δεσποτική.
Με άλλα λόγια: η ένθεση μιας υποκειμενοποιητικής ψυχολογίας και πρακτικής σε μια αναγκαιοκρατική οντολογία, οδηγεί στην αποθέωση του Δεσποτισμού.
2.3 Τα ελληνικά αντισώματα και η υπέρβαση του γνωστικισμού
Το αίτημα, λοιπόν, της «αλλαγής του κόσμου» στερείται νοήματος στα πλαίσια του γνωστικισμού και αποτελεί χαρακτηριστική σταθερά του. 
Γι’ αυτό όποιος ψάχνει για τρόπους αυτοαλλαγής, κατάλληλους να στηρίξουν συλλογική δράση αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων, ευλόγως μεν φθάνει στον γνωστικισμό, αλόγως όμως παραμένει εκεί. Πρέπει να υπερβεί τον γνωστικισμό. 
Όταν όμως έχει φθάσει κανείς στον γνωστικισμό είναι εν γένει αδύνατο να τον υπερβεί, αν δεν έχει καθόλου ελληνική παιδεία. Με τον όρο «ελληνική παιδεία» εννοούμε την αρχειοελληνική και την ορθόδοξη χριστιανική. Χωρίς τη βοήθεια που προσφέρει η ελληνική παιδεία το αρχικό «αναζητητικό» ενδιαφέρον γρήγορα θα εξαντληθεί, θα αλλοιωθεί και το άτομο θα βουλιάξει στη μηδενιστική παθητικότητα. Η ελληνική παιδεία ενεργεί σωστικά, γιατί εμφυτεύει στο άτομο ισχυρά αντιγνωστικιστικά αντισώματα και ειδικά μια αυθόρμητη συναισθηματική δυσανεξία έναντι του γνωστικισμού, η οποία βοηθά στην επεμπλοκή της προσωπικής αναζήτησης από την γνωστικιστική αναγκαιοκρατία. Για να γίνει σαφές τι ακριβώς εννοώ θα αναφέρω τα δύο παραδείγματα που και άλλοτε έχω χρησιμοποιήσει: το ένα από την αρχαιοελληνική παιδεία και το άλλο από τη βυζαντινή ελληνική παιδεία:
α) Η Καλυψώ, αυτή η απείρου κάλλους θεά, που με έχει ερωτευθεί, είναι ένα σούπερ «σύστημα», μπρος στο οποίο όλα τα άλλα είναι «απλώς οδοντόκρεμες». Υπόσχεται σε μένα, τον ταλαίπωρο μικρό Οδυσσέα, να με κάνει αθάνατο. Αρκεί να μείνω στο θεσπέσιο νησί της. Μου υπόσχεται την τέλεια ατομικότητα, γιατί δεν μου εξασφαλίζει μόνο την αθανασία της ψυχής, αλλά και του σώματος. Εδώ και τώρα. Εγώ όμως κατέχομαι από τον «Νόστο του Προσώπου».[1] Προτιμώ να γυρίσω στα εφήμερα αγαπημένα μου πρόσωπα. Στη «δική μου χώρα», στο κακορίζικο νησί μου.
β) Ο ίδιος ο Θεός, «δι’ υπερβολήν ερωτικής αγαθότητος», κατεβαίνει στο δικό μας επίπεδο. Γίνεται άνθρωπος και αφήνει να τον σταυρώσουν, προκειμένου να ξεσκεπάσει τον μηχανισμό της ανθρώπινης αποτυχίας και να μας δείξει τον δρόμο της σωτηρίας: όχι μόνο της δικής μας προσωπικής και συλλογικής, αλλά και αυτής ακόμα της φύσης, η οποία στενάζει μαζί μας άχρι του νυν.[2] Η «σωτηρία» έχει εδώ την έννοια της ανάστασης / αναδημιουργίας του σύμπαντος κόσμου, όπου δεν θα υπάρχει πλέον κακό και φθορά. Όπου θάνατος ουκ έσται έτι.[3]
Και στα δύο παραδείγματα η υποκειμενοποιητική κατεύθυνση βασίζεται στην αγάπη του εφήμερου-θνητού Προσώπου. Η αγάπη αυτή τοποθετείται πάνω από την ατομική αθανασία. Η υπέρτατη δόξα (η «δυνατή εξέλιξη») του ανθρώπου, είναι εδώ ο θεο-ομοιωτικός αγώνας της σταυρικής αγάπης.
Τελικώς τα αντιγνωστικιστικά ελληνικά αντισώματα μπορούν να κατευθύνουν τον αναζητητή στους Έλληνες Πατέρες, οι οποίοι διαπραγματεύονται την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα πάθη του, στα πλαίσια μιας μη αναγκαιοκρατικής οντολογίας. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος, που παρατηρήθηκαν στις ορθόδοξες χώρες τόσες μεταστροφές «αθέων αριστερών», που έχουν περάσει από τον γνωστικισμό και δι’ αυτού «ανακάλυψαν» την Ορθοδοξία.
[Αισθάνομαι εδώ την ανάγκη να «ενημερώσω» τον εξ αριστερών αναζητητή, ότι αν περάσει το κατώφλι της ορθόδοξης (φιλοκαλικής) παράδοσης θα αντιληφθεί ότι πρόκειται για τελείως διαφορετική χώρα, απ’ αυτήν που νόμιζε όσο ήταν εχθρός της, απ’ αυτήν που περιγράφουν οι νεωτερικοί της τιτλούχοι, οι οποίοι «στέκονται μπροστά στο κατώφλι και ούτε μέσα μπαίνουν ούτε τους άλλους αφήνουν να μπουν». Πρέπει μόνος του να ανοίξει την πόρτα και να προχωρήσει αρκετά, ώστε να διαμορφώσει άποψη βασισμένος σε προσεκτικές δικές του παρατηρήσεις. Ο λόγος είναι ότι οι απ’ έξω δεν γνωρίζουν, ενώ οι από μέσα σκόπιμα δεν κυκλοφορούν κοντά στην είσοδο, για να αποφύγουν τους περίεργους, οι οποίοι μη βλέποντας κανέναν ξαναβγαίνουν. Είναι αυτοί που βεβαιώνουν, «εξ ιδίας πείρας», ότι «δεν υπάρχει τίποτα εκεί μέσα».]
Η πατερική θεωρία και πρακτική, για τα πάθη, δεν έχει μόνο συνεκτική λογικότητα. Είναι και αποτελεσματική, διότι εμπιστεύεται την αγάπη και όχι τη συνείδηση/γνώση. Από μόνη της η «ανάπτυξη της συνειδητότητας» όχι μόνο δεν παράγει θετικό αποτέλεσμα, αλλά συχνά κάνει τα πράγματα χειρότερα από πριν. Ο λόγος είναι ότι αφήνει άθικτη τη φιλαυτία, η οποία είναι η μητέρα όλων των παθών. Στις μεταμοντέρνες μάλιστα εκδοχές του γνωστικισμού, όπου το κίνητρο είναι ακριβώς η φιλαυτία, τα αποτελέσματα είναι τραγικά (και οι ψυχίατροι κάνουν χρυσές δουλειές).
[Αρκετοί απληροφόρητοι νομίζουν ότι ο ορθόδοξος μυστικισμός είναι γνωστικισμός. Από την πρωτοχριστιανική όμως περίοδο, όπου αναμετρήθηκε σκληρά ο χριστιανισμός με τον γνωστικισμό η μεταξύ τους διαχωριστική γραμμή κατέστη σαφής: α) Για τον χριστιανό ο κόσμος δεν είναι φυλακή. Είναι καλός λίαν. Δημιούργημα του Θεού. Δώρο του Θεού στον άνθρωπο. β) Ματαιότης δεν είναι συλλήβδην τα ανθρώπινα, αλλά μόνο τα έργα του κακού. γ) Το αυθεντικό (το μη ονειρικό και ψεύτικο) δεν βρίσκεται «κάπου αλλού», σε έναν «εσωτερικό χώρο», αλλά στο «εδώ και τώρα», στα έργα του καλού. Η πραγματικότητα είναι μία και αδιαίρετη. Η ζωή δεν είναι όνειρο και εφιάλτης γενικά, αλλά μόνο η ζωή η βουτηγμένη στο κακό. δ) Ο χριστιανισμός δεν επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη σωτηρία της ατομικής ψυχής. Απεναντίας. Φτιάχνει κοινότητα στραμμένη στον ευαγγελισμό του κόσμου. Υποτάσσει την «ατομική σωτηρία» στην κοινωνική προσφορά. ε) Δεν απαξιώνει το σώμα, γιατί πιστεύει στην ανάσταση. Τους χριστιανούς δεν τους ενδιαφέρει τόσο η σωτηρία της ψυχής, όσο η σωτηρία του σώματος. (Γι’ αυτό και ο Κέλσος τους κατηγόρησε για «φιλοσώματον γένος».) στ) Η χριστιανική μυστικιστική «ένωση με τον Θεό», η «θεοπτία» των ησυχαστών, δεν είναι «ταύτιση με τη θεία ουσία» ή αφομοίωση στην απροσωπία του Απολύτου, αλλά εναγκαλισμός δύο Προσώπων: του επώνυμου ανθρώπου και του επώνυμου Θεoύ και συγχρόνως Ανθρώπου, ασυγχύτως και αδιαιρέτως.
Είναι νόμος: Τα πάθη είναι ανίκητα όσο παραμένει η φιλαυτία. Ο κόκκος του σίτου πρέπει να θαφτεί στο χώμα και να «πεθάνει» προκειμένου να καρποφορήσει. Καμιά «αφύπνιση της συνείδησης» δεν επαρκεί. Μόνο η σταυρική αγάπη, η οποία μεριμνά για τα υποδεέστερα, συντρέχει τα ομόστιχα (τον πλησίον ως εαυτόν) και ανα-φέρει τα πάντα στον τριαδικό Λόγο, μπορεί να δημιουργήσει μη φίλαυτο ταυτοποιητικό Εγώ, δηλαδή να επιτρέψει σταθερό θετικό αποτέλεσμα στο πεδίο του αναγκαίου καθημερινού αγώνα εναντίον των παθών. Η «καλή αλλοίωση» (η «αλλαγή του εαυτού») πηγάζει μόνο από τον τριαδικό Λόγο της Αγάπης. Γι’ αυτό άλλωστε ειπώθηκε, με τόση κατηγορηματικότητα, ότι «χωρίς εμού ου δύνασθαι ποιείν ουδέν».[4]
Διαπιστώνει, τέλος, ο αναζητητής μας, ο «παθών τα θεία», ότι η ψυχολογία των νηπτικών Πατέρων δεν γνωρίζει οντολογικούς περιορισμούς: Ο Θεός δεν έφτιαξε τον κόσμο «από ανάγκη» αλλά «από αγάπη». Θεμέλιο του κόσμου δεν είναι η ανάγκη, αλλά η απόλυτη πνευματική ελευθερία. Επομένως: ό,τι φτιάχνεται στο πεδίο του εαυτού έχει πάντοτε συγκεκριμένη κοινωνική έκφραση και περιεχόμενο.

  1. Κοσμοκεντρική ή κοινωνιοκεντρική εξατομίκευση;
Η κοσμοκεντρική οντολογία του γνωστικισμού έρχεται από τα κολεκτιβιστικά περιβάλλοντα του ασιατικού δεσποτισμού. Η κοινωνική τάξη του ασιατικού δεσποτισμού είναι, ως γνωστόν, προέκταση της κοσμικής τάξης. Η προνεωτερική αυτή οντολογική αναφορά ανανεώνεται στη μεταμοντέρνα εποχή, προσαρμοζόμενη στο νεωτερικό φυσικοεπιστημονικό κοσμοείδωλο, χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα.
Στους δεσποτικούς πολιτισμούς η ατομικότητα δεν μπορεί, ούτε πρέπει, να έχει κοινωνικό περιεχόμενο. Η εκδήλωσή της στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων, ως διεκδίκηση ατομικής ελευθερίας, αντιμετωπίζεται σαν επικίνδυνο παθολογικό σύμπτωμα, γιατί αποσυνθέτει την δεσποτική συνοχή της κολεκτιβιστικής τάξης. Ο άνθρωπος υποχρεούται εδώ να καταβάλει σύντονες προσπάθειες με στόχο να εξαλείψει στη ρίζα του το εγώ μέσα του: την επιθυμία. Ειδικοί θεσμοί, μοναστήρια και σχολές, είναι έτοιμα να του προσφέρουν τα κατάλληλα προς τούτο μέσα. Η πηγή της Γνώσης βασίζεται στην εμπειρία από τη μακραίωνη εξάσκηση των μεγάλων ανατολικών πολιτισμών στο «θεάρεστο» αυτό έργο.
Η αποκόλληση της κοινωνικής τάξης από την κοσμική χαρακτηρίζει άλλου είδους πολιτισμούς: τον ελληνικό και τον νεωτερικό. Ο ελληνικός πολιτισμός αναπτύχθηκε, ακριβώς, ως προσπάθεια αποκόλλησης της κοινωνικής από την κοσμική τάξη. Γι’ αυτό και φθάνει στην κοινωνική εξατομίκευση του ανθρώπου, τη δημοκρατία και την αίσθηση του τραγικού. Δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε από τον αιτούμενο «συντονισμό» με τον «κοσμικό» λόγο, διότι είναι λόγος δικαιοσύνης, δηλαδή εναρμονιστικός αντιθέτων, μια έννοια της ατομοκεντρικής κοινωνίας αποκλειστικά, η οποία προβάλλεται στο σύμπαν, για να αποκτήσει την αναγκαία περιωπή καθολικής ισχύος. Η προσπάθεια αποκόλλησης από την κοσμική τάξη είναι ακόμα πιο έντονη στον νεωτερικό πολιτισμό, όπου ο νεωτερικός άνθρωπος ανάγει σε κεντρικό του μέλημα την κυριάρχηση της φύσης και την κατασκευή της Τεχνόσφαιρας, ως κατοικίας του. Κι εδώ δεν πρέπει να μας ξεγελά η φυσιοκρατία, η οποία επίσης αποτελεί προβολή με ανάλογα τέλη (όπως πολύ καλά μας έχει δείξει ο Κονδύλης). Οι κοσμολογικοί προσανατολισμοί των δύο ατομοκεντρικών πολιτισμών είναι εντελώς ξένοι στους αντίστοιχους προσανατολισμούς των δεσποτικών-κολεκτιβιστικών πυραμίδων: Βαβυλωνίων, Αιγυπτίων, Περσών, Ινδών, Κινέζων, Γιαπωνέζων, Αζτέκων, Ίνκας, Κελτών ή Ετρούσκων.
Στους πολιτισμούς της κοινωνικής εξατομίκευσης, όπως ο ελληνικός και ο νεωτερικός, η θέληση να κατοχυρωθεί και να αναπτυχθεί η ελεύθερη προσωπικότητα, είναι θεμελιακή κινητήρια δύναμη, ανθρωπολογικό πρόταγμα. Βεβαίως η κριτική που ασκούν στην ατομοκεντρική προσωπικότητα τα γνωστικιστικά συστήματα δεν είναι άστοχη. Η ατομοκεντρική προσωπικότητα είναι ασταθής, αντιφατική, μονομερής, εγωιστική, επιφανειακή. Τα ελαττώματά της την οδηγούν κάποια στιγμή σε έκρηξη και κατάρρευση. Είναι η κρίση της εξατομίκευσης, που την πέρασε ο ελληνικός πολιτισμός και την περνάει σήμερα και ο νεωτερικός πολιτισμός, ως μεταμοντέρνο μηδενισμό.
Η απωανατολική πνευματικότητα έφερε στη Δύση το στοιχείο της προσωπικής μυστικής εμπειρίας, αλλά μαζί μ’ αυτό και τη δική της απρόσωπη ενδοκοσμική νοηματοδότηση του Απολύτου και της σχέσης του ανθρώπου μ’ αυτό, μια νοηματοδότηση προ-χριστιανική. Ενώ τονίστηκε κάτι χαμένο, η υποκειμενική διάσταση του θρησκευτικού βιώματος (ο μυστικισμός), αυτό εντάχθηκε στην αναγαιοκρατική-ανελεύθερη θέσμιση του Απολύτου. Το αντίτιμο της επαφής με την «άλλη κατάσταση» είναι, όπως γράφει ο «παθώς και μαθώς» γέρων Σωφρόνιος, «η αυτοκτονία επί μεταφυσικού επιπέδου»[5].
Ενώ ανοίγει ένα δρόμο στη δυτική ψυχή, ο δρόμος αυτός καταλήγει, μερικά βήματα πιο κάτω, στην καταστροφή της. Στη «νέα» θρησκευτική συνείδηση ο μεταμοντέρνος άνθρωπος βλέπει μια διέξοδο από την κρίση της εξατομίκευσης. Δεν έχει όμως τις «ελληνικές» προσλαμβάνουσες να αντιληφθεί ότι ο γνωστικιστικός δρόμος καταλήγει στο αντίθετο απ’ αυτό που επιθυμεί. Αυτό που υπόσχεται ο πιο προωθημένος σύγχρονος γνωστικισμός είναι, ακριβώς, η «πραγματική ατομικότητα». Ανταποκρίνεται έτσι στο πρόβλημα των καιρών: την αποσύνθεση του Ατόμου. Ο εξωκοινωνικός όμως χαρακτήρας της και τα δεσποτικά της συμφραζόμενα, την καθιστούν μη-λύση.
Απάντηση στην κρίση της εξατομίκευσης έχει προσφέρει στην ιστορία μόνο ο χριστιανισμός, καθώς έδωσε τη δυνατότητα στο διαλυμένο ελληνικό άτομο να αναγεννηθεί «άνωθεν» και να γίνει αυτό που οντολογικά είναι, δηλαδή Πρόσωπο. Κι αυτό σε μια κοινωνική έκταση που άλλαξε την Ιστορία.
Αναδεικνύοντας, ως περιεχόμενο της ανακαινισμένης προσωπικότητας, την ελευθερία της αγάπης και την αγάπη της ελευθερίας, επέτρεψε, για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, την υποστατική ένωση της ατομικότητας και της καθολικότητας ακριβώς στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων. Η «πραγματική ατομικότητα» επετεύχθη εδώ, όχι ως «αστρικό» ή άλλου είδους «κοσμικό» σώμα, αλλά ως κοινωνικό σώμα. Ο Ένας Θεός του ανθρωπολογικού αυτού τύπου, ο Θεός-Πατήρ, «αγάπη εστί». Αγάπη, όχι ως ενέργεια «κοσμική», δηλαδή εξωκοινωνική, αλλά ως πνεύμα κοινωνίας, Τριάδα Προσώπων.
Το τριαδικό δόγμα είναι, βέβαια, εντελώς απροσπέλαστο για τη γνωστική αντιληπτικότητα, ακριβώς γιατί δεν έχει ελληνικές προσλαμβάνουσες. Η θεολογία της είναι απίστευτα πρωτόγονη.
Ας κρατήσουμε όμως από τη γνωστική περιήγησή μας δύο στοιχεία: τη συσχέτιση του σύγχρονου μηδενισμού α) με την υπανάπτυξη του συναισθηματικού (θυμικού) μορίου της ψυχής και β) με τη μηχανικότητα της προσωπικότητας. Το δεύτερο μας οδηγεί στην παθητική καταναλωτική μάζα. Το πρώτο μας οδηγεί στον διαχειριστή του μηδενιστικού ανθρωποσυστήματος. Η ταύτισή του τύπου αυτού με τη Χίμαιρα συνεισφέρει στην κατανόησή του καλύτερα από εκατοντάδες σελίδες εμβριθών αναλύσεων: «Δράκος οπίσω, λέοντας εμπρός, στη μέσην αίγα, κι ήσαν τα σπλάχνα της φωτιά και φλόγες η πνοή της».[6]
Ως προς τη δυνατότητα υπέρβασης του μηδενισμού σημειωτέον ότι το τέρας αυτό το σκοτώνει ένας ήρωας (αρχικά ο Βελερεφόντης, αργότερα ο Αϊγιώργης) που ιππεύει τον Πήγασο. Ξέρουμε βέβαια την ταύτιση του ήρωα με το ανδρείο θυμικό και του φτερωτού λευκού αλόγου με το εξευγενισμένο συναίσθημα.

[1] Γ. Παύλος, Νόστος ασύμμετρος Προσώπου. εκδ. Δόμος.
[2] Ρωμ. 8,22.
[3] Αποκάλυψη 21,4.
[4] Ιωάννου 15,5.
[5] Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.
[6]Ιλιάδα, Z 180.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου