Το Ανατολοσλαβικό Ιδίωμα και η Ιλλυροσλαβία
του Αλέξανδρου Κόντου*
Το πρόβλημα της
ονομασίας της βόρειας γειτόνισσας της Ελλάδας είναι διπλό: Από τη μια μεριά
πρόκειται για ένα θέμα γλωσσολογικό, γιατί έθνος σημαίνει, με
ελάχιστες εξαιρέσεις, γλώσσα, και, από την άλλη, είναι θέμα θεωρίας
δικαίου και πρέπει να αναζητήσουμε και να αποφασίσουμε αν θα
δίνουν το όνομά τους το έθνος, ο λαός, οι άνθρωποι, τα πρόσωπα στον τόπο ή ο
τόπος στα πρόσωπα. Τι πρέπει να υπερισχύει, το Δίκαιο του προσώπου (jus personae) ή το Δίκαιο του τόπου (jus loci); Τι προηγείται, το έμψυχο ή το άψυχο;
Να κάνουμε μια μικρή
εισαγωγή στο πρώτο μέρος του προβλήματος.
Η ιστορία των γλωσσών
μοιάζει λίγο πολύ με την ιστορία των θρησκειών: Μια μικροαίρεση θρησκευτική
μπορεί να μεταλλαχθεί σε αυτόνομη θρησκεία, αν και όταν αποκτήσει πολλούς
οπαδούς. Κλασικό παράδειγμα είναι ο Χριστιανισμός, που ξεκίνησε σαν ιουδαϊκή
αίρεση προορισμένη στην αρχή μόνο για τους Εβραίους και αναδείχθηκε στην πιο
εξαπλωμένη θρησκεία από τη στιγμή που ο απόστολος Παύλος έπεισε και τους
υπόλοιπους αποστόλους να απευθυνθούν, για τη διάδοση της νέας θρησκείας, και
στους μη Εβραίους.
Το Δίκαιο του
προσώπου και το Δίκαιο του τόπου
Αμέσως θα πρέπει να
υπενθυμίσουμε πως εκείνοι που δίδαξαν πρώτοι (1) δίκαιο στην Ευρώπη, οι αρχαίοι
Έλληνες, εφάρμοζαν, σχετικά με τα τοπωνύμια, αυτό που θα μπορούσαμε να το
ονομάσουμε Δίκαιο του προσώπου (jus personae) και όχι Δίκαιο του τόπου (jus loci)
με την έννοια ότι ένας τόπος έπαιρνε την ονομασία του με βάση τα πρόσωπα και δε
δινόταν η ονομασία στα πρόσωπα με βάση τον τόπο. Έτσι οι Έλληνες έλεγαν το Κοινόν
των Ελλήνων και όχι το Κοινόν της Ελλάδος, ο Δήμος (ή
το Κοινόν)των Αθηναίων και όχι ο Δήμος (ή
το Κοινόν των Αθηνών), ο Δήμος (ή το Κοινόν) των
Θηβαίων και όχι ο Δήμος (ή το Κοινόν) των
Θηβών κ.λπ. Έτσι η Ελλάδα (Ελλάς, στα αρχαία) ονομάστηκε ο τόπος που
κατοικούσαν οι Έλληνες, Ιταλία ο τόπος που κατοικούσαν οι Ιταλοί, Γαλατία (ή
Γαλλία για τους Ρωμαίους) ο τόπος που κατοικούσαν οι Γαλάτες (ή Γάλλοι, για
τους Ρωμαίους), Μακεδονία, τέλος, ο τόπος που κατοικούσαν οι Μακεδόνες.
Η Κοινή ελληνική
λαλιά
Η Αττική
Διάλεκτος ήταν η γλώσσα του Αθηναϊκού Κράτους μονάχα και, παρά την
αίγλη που τις είχαν δώσει οι μεγάλοι συγγραφείς, οι οποίοι έγραψαν σ’ αυτή, και
κυρίως οι δραματουργοί, δε μιλιόταν τόσο από τους υπόλοιπους Έλληνες,
έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε πως είχε επισκιάσει όλες τις άλλες ελληνικές
διαλέκτους. Όμως η διάλεκτος αυτή, από τη στιγμή που υιοθετήθηκε σαν
επίσημη γλώσσα της Μακεδονικής Αυλής και γενικότερα του Μακεδονικού
Κράτους (408-406 π.Χ.), από το Μακεδόνα βασιλιά Αρχέλαο με την έλευση του
Ευριπίδη στην Πέλλα, και από τη στιγμή που ο Φίλιππος Β΄ και πολύ περισσότερο ο
Μέγας Αλέξανδρος τη διέδωσαν σ’ όλη την Ελλάδα και την Ασία, αναδείχτηκε στην Κοινή
Ελληνική των Αλεξανδρινών Χρόνων. Βέβαια η Αττική Διάλεκτος δεν έγινε
αυτούσια η «Κοινή ελληνική λαλιά», που λέει ο Καβάφης, αλλά διαφοροποιήθηκε από
τη μια μεριά κάτω από την επίδραση των άλλων Ελληνικών Διαλέκτων και κυρίως της
Μακεδονικής Διαλέκτου, μια και οι Μακεδόνες, αν και την υιοθέτησαν, δεν ήταν
δυνατό να χάσουν από τη μια μέρα στην άλλη τη δική τους Δωρική Βορειοδυτική
Διάλεκτο· γι’ αυτό άλλωστε η Κοινή Αλεξανδρινή βρίθει από δωρικά στοιχεία (2).
Από την άλλη μεριά στη διαμόρφωση της Κοινής συνέβαλαν και οι μη Έλληνες που τη
μίλησαν.
Από την Κοινή
προήλθαν αργότερα οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι.
Οι λόγοι που μπορούν
να μεταβάλουν ένα ιδίωμα σε γλώσσα είναι περισσότερο κοινωνικοπολιτικοί -και
φυσικά και πολιτιστικοί- και λιγότερο γλωσσολογικοί. Οι Μακεδόνες βασιλιάδες
υιοθέτησαν την Αττική Διάλεκτο όχι τόσο εξαιτίας της πολιτιστικής της αίγλης
-και γι’ αυτό βέβαια- αλλά περισσότερο γιατί η Αθήνα ήταν η μεγαλύτερη
στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας την εποχή, κατά την οποία ο Μακεδόνας
βασιλιάς Αρχέλαος, προφανώς και κάτω από την επίδραση του Ευριπίδη, υιοθέτησε
τη γλώσσα της. Μεγάλη Δύναμη εξακολουθούσε να είναι η Αθήνα και μέχρι τους
χρόνους του Φιλίππου και μετά μια επιτυχή και γόνιμη χρήση εβδομήντα χρόνων θα
ήταν αδιανόητο να ανακληθεί η απόφαση του Αρχελάου μετά το θάνατο του
Μεγαλέξανδρου.
Κάτι ανάλογο μπορεί
να συμβεί με το σλάβικο ιδίωμα που είναι η γλώσσα της σλαβικής πλειονότητας του
βόρειου γείτονά μας, ο οποίος, με πρωτεύουσα τα Σκόπια, διεκδικεί το όνομα της
Μακεδονίας, χρησιμοποιεί τον ήλιο της Βεργίνας στη σημαία του, θεωρεί το
Φίλιππο και το Μεγαλέξανδρο προγόνους του και οικειοποιείται διάφορα ελληνικά
σύμβολα και ονόματα: Η βασική γλωσσική πολιτική της Κυβέρνησης των Σκοπίων
είναι να μεταβάλει το ιδίωμα αυτό σε γλώσσα. Φυσικά είναι δικαίωμα του κράτους
αυτού να θέλει να αποκτήσει γλώσσα και όχι διάλεκτο, όχι όμως και να τη
βαφτίζει αυθαίρετα, αντεπιστημονικά και ανιστόρητα, μακεδονική. Μακεδονική ήταν η
Δωρική (δηλ. Ελληνική) Βορειοδυτική Διάλεκτος που μιλούσαν το ελληνικό
φύλο των Μακεδόνων, πριν το 408 π.χ. Η διάλεκτος αυτή συνέτεινε περισσότερο από
κάθε άλλη αρχαία ελληνική διάλεκτο στο να μετασχηματισθεί η Αττική Διάλεκτος
στην Κοινή των Αλεξανδρινών Χρόνων.
Το ιδίωμα των Σλάβων
του γειτονικού μας κράτους όπως αποδείχνει (3) ο γλωσσολόγος Νικόλαος
Ανδριώτης, είναι πολύ συγγενές, από καθαρά γλωσσολογική άποψη με τα βουλγάρικα
και μπορεί, από καθαρά γλωσσολογική πλευρά πάλι, να θεωρηθεί βουλγαρική
διάλεκτος. Όμως, αφού το κράτος, που το θεωρεί σαν εθνική του γλώσσα, για
πολιτικούς, κυρίως λόγους, το θέλει και διαφοροποιημένο από τη βουλγάρικη
γλώσσα, μπορούμε, για να το αντιδιαστείλουμε από τη βουλγάρικη γλώσσα, να το
ονομάσουμε ανατολοσλαβικό ιδίωμα ή γλώσσα, μια και οι χρήστες του
είναι οι ανατολικότεροι από όλους τους Σλάβους, οι Ανατολοσλάβοι. Οι
Βούλγαροι είναι βέβαια ανατολικότερά τους, όμως, είναι κατά βάση, όπως ξέρουμε, εκσλαβισμένοι
γλωσσικά Τάταροι, έχουν το εθνικό τους όνομα και ονομάτισαν τόσο τη γλώσσα
τους, όσο και τη χώρα τους.
Ο Νικόλαος Ανδριώτης
αποδείχνει ακόμα στο προαναφερμένο έργο του πως το ανατολοσλάβικο ιδίωμα έχει
υποστεί μεγάλη έπίδραση από το συγχρωτισμό του με την ελληνική γλώσσα (4). Και,
συμπληρώνουμε εμείς: Αν το ανατολοσλάβικο ιδίωμα μπορεί να διαφοροποιηθεί αρκετά
ικανοποιητικά από τη Βουλγαρική, έτσι ώστε να μπορεί να θεωρηθεί, και από
γλωσσολογική πλευρά, γλώσσα αυτόνομη και όχι βουλγαρικό γλωσσικό παρακλάδι,
αυτό το οφείλει στο συγχρωτισμό του με την ελληνική γλώσσα και στη μεγάλη
επίδραση που έχει δεχθεί από αυτή.
Η επίδραση της
ελληνικής στη βουλγαρική και στη σκοπιανή
Η επίδραση της
ελληνικής στη βουλγαρική είναι γενικά πολύ μεγάλη. Το ανατολοσλάβικο ιδίωμα
έχει δεχθεί όλη αυτή την επίδραση από την ελληνική. Επί πλέον όμως έχει
αφομοιώσει κι άλλα στοιχεία από την ελληνική που συμβάλλουν σε μέγιστο βαθμό
στη διαφοροποίησή της τόσο από τη βουλγαρική όσο και από τη σερβοκροατική.
Ας δούμε λοιπόν πώς η
ελληνική γλώσσα βοηθάει την ανεξαρτητοποίηση της ανατολοσλαβικής γλώσσας από
τις άλλες σλάβικες γλώσσες, γειτόνισσες και συγγένισσές της.
Τα χαρακτηριστικά της
ανατολοσλαβικής που λείπουν από τη βουλγαρική και τη σερβοκροατική και τη
διαφοροποιούν από αυτές είναι: (7)
1. Κατάληξη όλων των
ρημάτων στο α΄ ενικό πρόσωπο σε -am.
2. Το ανατολοσλάβικο
ρήμα είναι το μόνο που έχει Συντελικούς Χρόνους (8), σε αντίθεση με όλες τις
άλλες σλάβικες γλώσσες. (9) Τους χρόνους αυτούς το ανατολοσλαβικό ρήμα τούς
σχηματίζει, όπως το ελληνικό ρήμα με τη βοήθεια του ρήματοςimam (=
έχω), που χρησιμοποιείται πια σα βοηθητικό, για το σχηματισμό των Συντελικών
Χρόνων. (10) Αυτή και μόνη η διαφορά αρκεί, για να αναδείξει το ανατολοσλαβικό
ιδίωμα σε ανατολοσλαβική γλώσσα.
3. Το ανατολοσλαβικό
ρήμα έχει χάσει το απαρέμφατό του, ενώ όλες οι σλαβικές γλώσσες έχουν
απαρέμφατα.
Και οι τρεις αυτές
διαφοροποιήσεις της ανατολοσλαβικής οφείλονται στην ελληνική επίδραση:
1) Από τον Αόριστο «κατηγόρησα»
του ρήματος κατηγορώ σχηματίστηκε ο ανατολοσλάβικος ενεστώτας katigόrisam (=
κατηγορώ). Ο Ανδριώτης (σσ. 39-40) δίνει πλήθος ρημάτων της Ανατολοσλαβικής που
είναι δάνεια από την ελληνική και που με τον Αόριστό τους βοήθησαν στο
σχηματισμό του ενεστώτα του ανατολοσλάβικου ρήματος.
2) 0 Παρακείμενος στη
ανατολοσλαβική γλώσσα σχηματίζεται: imam videno που σημαίνει «έχω
ιδωμένο», «έχω δει». (11)
3) Και η Νεο-Ελληνική
έχει χάσει το απαρέμφατο.
Πότε ήρθαν οι
Ανατολοσλαβοι στη Βόρεια Μακεδονία
Ας δούμε τώρα πώς η
Γλωσσολογία μπορεί να οριοθετήσει χρονολογικά την επαφή του τμήματος αυτού των
Σλάβων με τους Έλληνες, έτσι ώστε να δημιουργηθεί το ανατολοσλάβικο ιδίωμα.
Από ένα μεγάλο πλήθος
ελληνικών λέξεων, τις οποίες τις έχει δανεισθεί το ανατολοσλαβικό ιδίωμα,
φαίνεται πως το τμήμα αυτό των Σλάβων που θεωρεί το ιδίωμα αυτό σαν εθνική του
γλώσσα, ήρθε σε επαφή με τους Έλληνες, όταν στην ελληνική γλώσσα, είχε
επικρατήσει ο ιωτακισμός, δηλαδή οι φθόγγοι η, υ, και οι δίφθογγοι ει, οι, υι
άρχισαν να προφέρονται ι. Κι ενώ όλοι οι άλλοι φθόγγοι και δίφθογγοι έγιναν ι
σχετικά νωρίς το η διατηρήθηκε μέχρι τον ένατο αιώνα σαν ε. Επομένως οι λέξεις kamίla (καμήλα)
kalimάna (καλημάνα) klistίr
(κλυστήρας, κλύσμα) magnίt (μαγνήτης) nόima (νόημα)
zίlia
(ζήλεια),
katigόrisam (κατηγορώ) και άλλες μπορούν να
βεβαιώσουν ότι η επαφή του τμήματος αυτού των Σλάβων είναι μεταγενέστερη από
τον ένατο αιώνα. Λέξεις μάλιστα όπως καμήλα, καλημάνα, ζήλεια, επειδή δηλώνουν
πως η επίδραση έγινε ανάμεσα σε λαϊκά και όχι σε λόγια στοιχεία, αποδείχνουν το
αυθόρμητο κι όχι το τεχνητό της επίδρασης και φυσικά η κάμηλος έγινε καμήλα σε
χρόνους πολύ μεταγενέστερους: ακόμη μια απόδειξη δηλαδή πως οι Ανατολοσλάβοι
ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες σε εποχή μεταγενέστερη, δηλαδή μετά τον ένατο
αιώνα της χρονολογίας μας.
Άλλες ιδιαιτερότητες
της Ανατολοσλαβικής
Μια άλλη ακόμα
ιδιαιτερότητα του ανατολικοσλαβικού ιδιώματος είναι το ότι έχει άρθρο, ενώ οι
άλλες σλαβικές γλώσσες δεν έχουν. Όμως το άρθρο το συντάσσει μετά το όνομα όπως
η Ρουμάνικη. Αυτό σημαίνει πως οι Ανατολοσλάβοι είχαν συγχρωτισθεί με τους
Ρουμάνους, δηλαδή αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα από το σημερινό τόπο διαμονής
τους.
Άλλη ιδιαιτερότητα
της Ανατολοσλαβικής είναι ο περιορισμός του πληθυντικού. Τόσο η Γερμανική όσο
και οι περισσότερες σλάβικες γλώσσες δεν έχουν πληθυντικό παρά μόνο στο
αρσενικό γένος. Τα άλλα δύο γένη (θηλυκό και ουδέτερο) εκφέρονται με το
αρσενικό στον πληθυντικό. Την ιδιαιτερότητα αυτή την επεκτείνει το
ανατολικοσλαβικό ιδίωμα και στο άρθρο: πληθυντικό έχει μόνο το αρσενικό γένος
και τα άλλα δύο εκφέρονται με το αρσενικό, όπως όλα τα πτωτικά τριγενή μέρη του
λόγου, δηλαδή τα άρθρα, τα επίθετα, οι αντωνυμίες, οι μετοχές και τα ρήματα
στους παρελθοντικούς χρόνους, μια και στους χρόνους αυτούς οι σλαβικές γλώσσες
εκφράζουν το γένος και όχι το πρόσωπο. Το πρόσωπο εκφράζεται τότε μόνο από την
προσωπική αντωνυμία.
Η ονομασία των
βόρειων γειτόνων μας
Η γειτονική χώρα
λοιπόν θα μπορούσε να ονομασθεί, εφαρμόζοντας την αρχή του Δικαίου του
προσώπου, Ανατολοσλαβία. Όμως στη γειτονική χώρα, εκτός από τους Ανατολοσλάβους,
κατοικούν και Αλβανοί και γι’ αυτό μιλιέται και η Αλβανική από μια μεγάλη
μειονότητα καθώς και η Ελληνική από μια μικρότερη μειονότητα. Γι’ αυτό και το
γειτονικό κράτος θα ήταν δυνατό να ονομασθεί Αλβανοσλαβία. Όμως τότε θα
δημιουργούνταν προβλήματα ανάμεσα σε κείνη και την Αλβανία. Γι’ αυτό το λόγο
προτείνουμε την ονομασία Ιλλυροσλαβία.
Να ανακεφαλαιώσουμε:
1. Το ανατολοσλαβικό
ιδίωμα μπορεί να θεωρηθεί γλώσσα που ξεκίνησε σα βουλγαρική διάλεκτος.
2. Η αυτονόμηση του
ιδιώματος αυτού από τη Βουλγαρική και η ανάδειξή του και γλωσσολογικά σε γλώσσα
οφείλεται κυρίως στην ελληνική, τόσο λεξιλογική όσο και γραμματική, επίδραση. Η
αρχή αυτής της επίδρασης, δε μπορεί να χρονολογηθεί πριν τον ένατο αιώνα μ.Χ.
Δευτερευόντως υπάρχει και ρουμανική επίδραση (στο άρθρο).
3. Το ανατολοσλαβικό
ιδίωμα δεν έχει καμία σχέση με την προευριπίδεια Μακεδονική Δωρική Βορειοδυτική
Διάλεκτο που έπεσε σε αχρηστία σαν επίσημη γλώσσα στο Μακεδονικό Βασίλειο και
αντικαταστάθηκε από την Αττική Διάλεκτο, γύρω στα 408-406 π.Χ., δηλαδή 13
ολόκληρους αιώνες τουλάχιστο πριν το σχηματισμό της σλαβικής αυτής εθνίας. Το
ανατολοσλαβικό ιδίωμα δε μπορεί, κατά κανένα τρόπο, να ονομασθεί μακεδονικό. Οι
άνθρωποι που το μιλάνε είναι Σλάβοι κι όχι Μακεδόνες.
4. Η Μακεδονική
Διάλεκτος αναμείχθηκε με τις άλλες ελληνικές διαλέκτους και κυρίως την Αττική
και έτσι έγινε η Κοινή ελληνική από την οποία προέρχονται όλες οι Νεοελληνικές
Διάλεκτοι. Το φύλο των Μακεδόνων ήταν ελληνικό πάντα και συγχρωτίσθηκε με τα
άλλα ελληνικά φύλα μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και έτσι
δημιουργήθηκε η βάση του Νεοελληνικού Έθνους.
5. Η βορεινή μας
γειτόνισσα κι αν κάποτε κατοικούνταν από Μακεδόνες, σήμερα κατοικείται κυρίως
από Ανατολοσλάβους, σε μικρότερο βαθμό από Αλβανούς και σε ακόμα μικρότερο
βαθμό από ελληνόφωνους ή Έλληνες. Γι’ αυτό και θα πρέπει να ονομαστεί Ιλλυροσλαβία.
Το δίκαιο ελληνικό
αίτημα να μην εκχωρηθεί η ονομασία Μακεδονία στο κράτος των Σκοπίων δεν είναι
ανορθόδοξο να υποστηρίζεται με ιαχές και άλλες εκδηλώσεις. Όμως η επιστημονική
επιχειρηματολογία είναι πιο
πειστική.
A.K.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η έδρα του
Προέδρου του Δικαστηρίου της Χάγης είναι αντίγραφο του θρόνου του Μίνωα, από τα
ανάκτορα της Κνωσού, επειδή ακριβώς ο Μίνωας στάθηκε ο πρώτος δικαστής στην
Ευρώπη. Το θέμα αν οι Κρήτες ήσαν Έλληνες ή όχι είναι μια άλλη ιστορία. Πάντως.
αρχαίοι Έλληνες (Μυθολογία και Ιστορία) τους θεωρούσαν Έλληνες.
2. Για παράδειγμα:
Στην Κοινή Αλεξανδρινή ξεχάσθηκαν τα αττικά λεώς και νεώς και
αντικαταστάθηκαν με τα δωρικά λαός και ναός που
φυσικά υπάρχουν και στη Νεο-Ελληνική. Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί και τον ιωνικό
τύπο ληός ή τον δωρικό λαός, κατ’ άλλους (Ε, 42)
και τον αττικό λεώς (Α, 22 και Θ, 136). Στον Όμηρο ο τύπος λαός (Η,
434 και αλλού) είναι δωρισμός, όχι αιολισμός. Ο αιολικός τύπος δεν έχει
μαρτυρηθεί, αλλά θα πρέπει να ήταν *λάυος, όπως θα μπορούσαμε να
συναγάγουμε από τα αντίστοιχα ναός (δωρ.), νεώς (αττ.), νηός (ιων.),
και νάυος (λεσβ.-αιολ.) -με ανεβασμένο τον τόνο στην
προπαραλήγουσα κατά την αιολική συνήθεια -καθώς και τα κύρια ονόματα Λεωβώτης (Ηρόδ.
Η, 204) και Λαβώτας (Σπαρτιάτης αρμοστής) (Ξενοφ. Ελλ. Α, 2).
3. Στο έργο του Το
ομόσπονδο κράτος των Σκοπίων και η γλώσσα του, όπου υπάρχει και σχετική
βιβλιογραφία.
4. Και η ελληνική
γλώσσα άλλωστε έχει δεχθεί σλάβικες επιδράσεις. Για παράδειγμα, η κατάληξη
-ίτσα που βρίσκουμε στα ελληνικά είναι σλάβικης καταγωγής. Οι Έλληνες δέχονται
και αφομοιώνουν στοιχεία από τους πολιτισμούς άλλων λαών από την αρχαιότητα.
Αυτό είναι ήδη γνωστό στον Αριστοτέλη (Πολ. Η, 1327β 29-30).
5. Γιατί μπορούμε
πια να την ονομάσουμε και από γλωσσολογική πλευρά γλώσσα
6. Ή
ανατολοσλαβική κατά τη συνήθεια της ελληνικής γλώσσας να χρησιμοποιεί δύο
διαφορετικούς τρόπους τονισμού πολλών επιθέτων που προέρχονται από εθνικά
ονόματα: Για παράδειγμα: αμερικάνικος αλλά και αμερικανικός, βουλγάρικος αλλά
και βουλγαρικός, ρώσικος αλλά και ρωσικός κ.λπ.
7. Ανδριώτης, έργο
αναφερμένο σελ. 29 και 43.
8. Για όσους έχουν
ξεχάσει τη Γραμματική, θυμίζω πως Συντελικοί Χρόνοι είναι ο Παρακείμενος (έχω
δει), ο Υπερσυντέλικος (είχα δει) και ο Συντελεσμένος Μέλλοντας (θα
έχω δει).
9. Οι άλλες σλαβικές
γλώσσες, όσες από αυτές χρησιμοποιούν το ρήμα έχω, -γιατί δεν το
μεταχειρίζονται όλες, στη ρωσική για παράδειγμα, έχει πέσει σε αχρηστία- δε
σχηματίζουν Συντελικούς Χρόνους.
10. Η χρήση του
ρήματος έχω, για να εκφρασθεί η συντελική έννοια είναι κατά κόρο γνωστή στα
Ελληνικά ήδη από το Σοφοκλή (Αντιγόνη): «τὸν μὲν προτίσας τὸν ἀτιμάσας ἔχει»
(στ. 22) και «γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχει» (οτ. 180).
11. Στον Ερωτόκριτο
του Κορνάρου, για παράδειγμα στους στίχους Α, 1470, 1928, 2025, 3128, Β, 149,
154, 174, 269 θα βρούμε Συντελικούς Χρόνους φτιαγμένους με τη Μετοχή του
Παθητικού Παρακειμένου και μόνο στο στίχο Α, 2091 υπάρχει ο Υπερσυντέλικος είχε
βάλει. Ο σχηματισμός με τη Μετοχή φαίνεται απαραίτητος, ιδιαίτερα αν
υπάρχει αντικείμενο, προς το οποίο η Μετοχή συμφωνεί κατά γένος και αριθμό· η
πτώση φυσικά είναι Αιτιατική, μια και η Μετοχή σχετίζεται με το αντικείμενο, το
οποίο στη Νέα Ελληνική πηγαίνει σε Αιτιατική Πτώση:
Στ. Α, 1470: Κι
αρέσασί του και κεινού κι έχει τα πα γραμμένα.
Στ. Α, 1928: Να
συμβουλέψομε κι οι δυο εις τα ‘χεις καμωμένα.
Στ. Α, 2025: Αν
είν’ και κατά πώς θωρώ κι οπό ‘χω γνωρισμένα. Εδώ το οπό σημαίνει όπως ή
από όσα.
Στ. Α, 2091: Μα ως είχε
βάλει εις το νου, Κι ως ήθελε λογιάσει.
*Αλέξανδρος Κόντος, φιλόλογος-γλωσσολόγος, νομικός,
Δρ. της Κοινωνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Παρίσι 8
Το άρθρο
πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ, τεύχος 20 σσ.
45-48, χειμώνα 1994-95
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου