Et In Arcadia Ego
Nicolas Poussin Et in Arcadia Ego |
Η Αρκαδία στη
φιλοσοφία και λογοτεχνία
Με αναφορά τους
κλασσικούς χρόνους η Αρκαδία είναι συνυφασμένη με την ειδυλλιακή φύση, αλλά
συγχρόνως και με τις θεμελιώδεις αξίες του ανθρωπισμού. Μέσα από το πέρασμα των
αιώνων - και ειδικότερα κατά τον Διαφωτισμό και την Αναγέννηση - ο Αρκαδικός
Μύθος έμελλε να επηρεάσει βαθιά την ευρωπαϊκή κουλτούρα, δημιουργώντας
φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που αποτελούν τη βάση του
ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτισμού.
Από την αρχαιότητα η
Αρκαδία ήταν γνωστή σαν μια ιδιαίτερα ορεινή και δυσπρόσιτη χώρα, γεμάτη
κοιλάδες και λαγκαδιές που περιβάλλονται από ψηλά βουνά. Οι κάτοικοί της ήταν
κυρίως βοσκοί προβάτων και αιγών, ένας λαός αγροτικός και τραχύς που
ζούσε απλοϊκά και ξέγνοιαστα μέσα στη φυσική ευφορία των κοιλάδων και των
βουνών. Σύντομα όμως ο τοπικός πολιτισμός ήλθε να συνδεθεί με τα τοπικά
παραδοσιακά τραγούδια, όπως και με το παίξιμο του αυλού, συνήθεια που οι
Αρκάδες απέκτησαν κατά τη διάρκεια της βοσκής. Την τάση αυτή ενσάρκωνε εξ'
άλλου ο ντόπιος θεός Πάνας.
Ήταν αυτός που σύμφωνα με τη μυθολογία ανακάλυψε τον ομώνυμο αυλό, που τον
αποτελούσαν επτά μη ισομήκη καλάμια ενωμένα με κερί και σπάγκο.
Η απλή, συγκινησιακή
και προσιτή μουσική που επινόησαν ο Πάνας και οι Αρκάδες ποιμένες, κέρδισε
γρήγορα πλατιά απήχηση σε όλον τον Ελληνικό κόσμο. Έτσι η βουκολική
(ποιμενική) αυτή ποίηση και μουσική άρχισε να εμπνέει σημαντικούς ποιητές της
εποχής, που έγραψαν στίχους στους οποίους ποιμένες τραγουδούσαν και αντάλλασσαν
τραγούδια μέσα σε ένα όμορφο, γαλήνιο και γνήσιο φυσικό τοπίο, απαλλαγμένο από
κάθε επικίνδυνη εξωτερική παρέμβαση. Το τοπίο αυτό παρέπεμπε σε μια επίγεια
"Αρκαδία" συνώνυμη με ένα τόπο παραδείσου όπου ο άνθρωπος μπορεί να
βρει γαλήνη, απλότητα, ευδαιμονία και ευτυχία. Έτσι, και με την πάροδο του
χρόνου, αναπτύχθηκε το λογοτεχνικό είδος της βουκολικής (ποιμενικής)
ποίησης (bucolic poetry - pastoral) που μιμείται την αγροτική ζωή και
συχνά τη ζωή μιας φανταστικής εποχής, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι
έρωτες μεταξύ ποιμένων. Η μεγάλη δημοτικότητα και διάρκεια που γνώρισε το είδος
αυτό - διήρκεσε περίπου 2.000 χρόνια - εξηγείται από το αυτονόητο γεγονός ότι
οι βοσκοί, απλοί άνθρωποι με τους οποίους ο καθένας μας μπορεί να ταυτισθεί -
ασχολούνται με ένα καθολικό αντικείμενο. Έτσι το πολύπλοκο ανάγεται στο απλό,
ενώ το οικουμενικό εκφράζεται στο συγκεκριμένο.
Πατέρας της
βουκολικής ποίησης θεωρείται ο Έλληνας ποιητής Θεόκριτος (310-250
π.Χ.) από τις Συρακούσες. Ο Θεόκριτος είχε καταγωγή από τη νήσο Κω και έζησε
στην Αίγυπτο στην εποχή του Πτολεμαίου ΙΙ. Ήταν μάλιστα ο τελευταίος ποιητής
που έγραψε στη δωρική διάλεκτο. Στα ποιήματά του με τίτλο"Ειδύλλια" (Idylls),
που έγραψε ενώ ήταν στην αυλή του Πτολεμαίου στην Αλεξάνδρεια, χρησιμοποίησε
ανταλλαγή στίχων μεταξύ μυθιστορηματικών ποιμένων. Αν και άνθρωπος της πόλης ο
ίδιος, στο έργο του αναπολεί τη φύση και αναφέρεται με νοσταλγία στους βοσκούς
της παιδικής του ηλικίας και στην όμορφη εξοχή της πατρίδας του. Οι ιδεατοί
ποιμένες που χρησιμοποιεί αφηγούνται τις ερωτικές τους περιπέτειες και εξυμνούν
την αγαπημένη τους ποίηση και τους τραγουδιστές που θαυμάζουν:
..."Στην Αρκαδία
τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι,
το τρώνε και τρελλαίνονται κι αλόγα και φοράδες
κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
Έτσι το Δέλφι να τον 'δω ν' αφήση την παλαίστρα
κ' έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι." ...
το τρώνε και τρελλαίνονται κι αλόγα και φοράδες
κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
Έτσι το Δέλφι να τον 'δω ν' αφήση την παλαίστρα
κ' έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι." ...
[απόσπασμα, Θεόκριτου
«Φαρμακεύτριαι», Μετάφραση Ι. Πολέμη]
Στο ειδύλλιό του
"Θύρσις ή Ωδή", στο οποίο ο Θύρσις τραγουδά το θάνατο του Δάφνι, ο
Θεόκριτος εισάγει τη μορφή και το περιεχόμενο της βουκολικής ελεγείας:
"...«Ω Πάν, είτε
στ' ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια,
είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ' ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι.
είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση,
παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ' ακρωτήρι
και του Λυκαονίδη εκεί παράτησε το μνήμα,
αυτό που ακόμα κ' οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν,
κ' έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι.
«Έλα και πάρε,
βασιλιά, τούτη μου τη φλογέρα
πούν' ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι...."
πούν' ώμορφη, γλυκόφωνη και με κερί δεμένη,
γιατί απ' τον τόσον έρωτα στον Άδη κατεβαίνει
ο Δάφνις που τα βώδια σου βόσκει εδώ πέρα, ο Δάφνις
που τις δαμαλοπούλες σου, τους ταύρους σου ποτίζει».
Πάψετε, Μούσες, πάψετε τ' αγροτικό τραγούδι...."
[απόσπασμα, Θεόκριτου
«Θύρσις ή Ωδή», Μετάφραση Ι. Πολέμη]
Τρεις αιώνες αργότερα
ο Βιργίλιος (70-19
π.Χ.), ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ποιητής, εμπνεύστηκε από τα "Ειδύλλια"
για να γράψει στα Λατινικά δέκα ποιητικά αριστουργήματα της βουκολικής ποίησης,
γνωστά σαν "Eclogues" ή "Βουκολικά"
("Bucolics"). Αντίθετα από τον Θεόκριτο, ο οποίος
είχε τοποθετήσει τους ποιμένες του στη Σικελία, ο Βιργίλιος τους επανέφερε στην
Αρκαδία, μια Αρκαδία όμως που έμοιαζε εντυπωσιακά με την Βόρεια Ιταλία,
όπου ο ίδιος γεννήθηκε. Η πρώτη εμφάνιση του "Τάφου στην
Αρκαδία" εμφανίζεται στο έργο αυτό (V, 42ff):
"A lasting monument to Daphnis raise
With this inscription to record his praise;
'Daphnis, the fields' delight, the shepherds' love,
Renown'd on earth and deifi'd above;
Whose flocks excelled the fairest on the plains,
But less than he himself surpassed the swains."
With this inscription to record his praise;
'Daphnis, the fields' delight, the shepherds' love,
Renown'd on earth and deifi'd above;
Whose flocks excelled the fairest on the plains,
But less than he himself surpassed the swains."
Οι κάτοικοι της
"Αρκαδίας" του Βιργίλιου τραγουδούν για τον έρωτα και για την ποίησή
τους, όπως ακριβώς και στην ποίηση του Θεόκριτου. Συγχρόνως όμως κάνουν
κρίσιμες αναφορές στην πολιτική πραγματικότητα της πολυτάραχης περιόδου του
Βιργίλιου. Πολλοί κατοπινοί μελετητές παρατηρούν πράγματι, πως τα
"Βουκολικά" είναι πλήρη αναφορών στην πολιτική και στους πολιτικούς
της εποχής, όπως ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Οκτάβιος (Καίσαρ Αύγουστος).
Η ποιητική
ανωτερότητα του Βιργίλιου έμελλε να εξασφαλίσει μια περίοπτη θέση στα
"Βουκολικά" στους επερχόμενους αιώνες της Ευρωπαϊκής κουλτούρας. Το
έργο αυτό έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές όπως και αντικείμενο μίμησης κατά την
περίοδο της Αναγέννησης, ειδικότερα από τον 14ο μέχρι τον 16ο αιώνα, στην
Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Αγγλία. Ήταν μια περίοδος όπου η ποιητική τάση της
"ποιμενικής ποίησης" (pastoral poetry) βρήκε μεγάλη απήχηση στους
διανοούμενους και στις πολιτιστικές ελίτ της εποχής.
Κατά το Μεσαίωνα η
βουκολική ποίηση περιορίστηκε στην pastourelle - ένα εγχώριο
είδος που βασιζόταν στη διαλογική ποίηση - όπως και σε λίγες σκηνές
θρησκευτικών έργων. Kατά την Αναγέννηση η Αρκαδία νοήθηκε σαν μια ιδεατή χώρα
όπου βασιλεύει η επίγεια ευτυχία και κυριαρχούν οι αρχές του ουμανισμού, η
γαλήνη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η απλότητα. Έτσι, καθ' όλη την πορεία ανάπτυξης
του κινήματος του ευρωπαϊκού ουμανισμού η (ιδεατή) Αρκαδία έμελλε να εξυμνηθεί
σε μια πληθώρα ποιητικών και πεζών έργων βουκολικής έμπνευσης, τα ποιμενικά
ειδύλλια (pastoral romance), ορισμένα από τα οποία έφεραν ομώνυμο
τίτλο. Τα ποιμενικά ειδύλλια συνήθως έχουν μορφή ενός μακρού πεζού αφηγηματικού
λόγου, με σύνθετη πλοκή, διανθισμένου με εμβόλιμους στίχους τραγουδιών (lyrics)
και χαρακτήρες που φέρουν ποιμενικά ονόματα. Για ευνοήτους λόγους επικράτησε το
ρεύμα αυτό να ονομασθεί "αρκαδισμός" (arcadianism).
Ήδη από τις αρχές του
14ου αι. οι Δάντης, Πετράρχης και Βοκάκιος, επηρεασμένοι από τον Βιργίλιο,
έγραψαν βουκολικά ειδύλλια, προσαρμόζοντάς τα στο πνεύμα της αναγεννησιακής
Ιταλίας. Οι συγγραφείς αυτοί συνέχισαν τις αλληγορίες του τελευταίου,
επεκτείνοντας και εκλεπτύνοντας την πολιτική και θρησκευτική διάθεση και διάσταση
με χρήση τη προσωπική τους γραφή. Αργότερα, στις αρχές του 150υ αι., ο Baptista Spagnuoli Mantuanus (1447 - 1516) έγραψε
βουκολικά με έκδηλη σατυρική διάθεση, χρησιμοποιώντας αγροτικούς χαρακτήρες για
να γελοιοποιήσει την Αυλή, την εκκλησία και τις γυναίκες της εποχής του.
Με αφετηρία το έργο
Ameto του Βοκκάκιου (1342), η τάση αυτή αντιπροσωπεύεται κύρια από τις
δημιουργίες του Ναπολιτάνου Jacopo
Sannazaro (Arcadia, 1504) και του Άγγλου Sir
Philip Sidney (Arcadia, 1580 και 1584). Στα έργα αυτά η Αρκαδία νοείται
σαν μια ιδεατή και φανταστική χώρα απαλλαγμένη απο τις νοθεύσεις του
πολιτισμού. Το πρώτο έργο είναι ένα δημοφιλές ειδύλλιο γραμμένο στην Ιταλική
γλώσσα, με βουκολικούς στίχους συνδεδεμένους με πεζή αφήγηση και αναφέρεται στην
ανεκπλήρωτη αγάπη του ήρωα Sincero για κάποια γυναίκα που
ονομαζόταν Phyllis. Ο Sincero αποσύρεται στην Αρκαδία για να
μοιρασθεί την αγροτική ζωή των ποιμένων. Η Arcadia του Sidney είναι ένα
ποιμενικό ειδύλλιο γραμμένο σε πεζό λόγο γεμάτο λυρισμό και υπάρχει σε δύο
εκδόσεις. Η πρώτη γράφτηκε στο διάστημα 1577-1580, αλλά μεταξύ του 1580 και
1584 ο Sidney πραγματοποίησε μια ριζική αναθεώρηση του έργου προσθέτοντας και
ένα τρίτο βιβλίο. Μετά το θάνατό του η έκδοση αυτή κυκλοφόρησε με τον τίτλο "The Countesse of Pembroke's Arcadia" (1590). Και
στις δύο εκδόσεις κυριαρχεί ο χρυσός κόσμος της Αρκαδίας και οι δοκιμασίες και
τα κατορθώματα των πριγκίπων Musidorus και Pyrocles που
αγωνίζονται να κερδίσουν τις αγαπημένες τους. Η Αρκαδία του Sidney θα ασκούσε
αργότερα έντονη επιρροή και σε άλλους ποιητές, όπως στους Robert
Greene (1558?-1592) και Thomas Lodge (1558-1625). Αλλά
και ο Shakespeare (1564-1616) εμπνεύστηκε από αυτήν στην
περιγραφή του χαρακτήρα του Gloucester στον "Βασιλιά Λήρ".
Στην ίδια τάση
εντάσσονται και τα δημοφιλή έργα Diana του Jorge
Montemayor (1572) στην Πορτογαλία, Galatea του Cervantes (1585)
και "A la
Arcadia" (1598) του Filix Lope de
Vega Caprio στην Ισπανία. Στη Γαλλία επικράτησε το εγχώριο είδος pastourelle, ενώ
αργότερα το βουκολικό ειδύλλιο βρήκε την έκφρασή του από τον Remy Belleau
(Bergerie, 1572) και κυρίως τον Honoré
d' Urfé (1567 - 1625) με το ποιμενικό του ειδύλλιο σε γραφή μπαρόκ "L'
Astrée" ("Η Αστρέα"). Το έργο αυτό υπήρξε δημοφιλές και
μνημειώδες, με 5 τόμους, 60 βιβλία, 5.399 σελίδες και 40 ιστορίες που
συμπλέκονται γύρω από εκατοντάδες πρόσωπα (280), ανάμεσά τους νύμφες και
εξιδανικευμένοι βοσκοί. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σ' ένα
ζευγάρι ποιμένων, τον Celadon - το όνομα σχετίζεται με τον
ποταμό Λάδωνα -
και την Astrée, που παρουσιάζεται ως κόρη του Δία και της
Θέμιδος, γραμμένη κατά την παράδοση των βουκολικών του Βιργίλιου, η οποία
εκτυλίσσεται στην περιοχή Forez της
Γαλλίας - και κυρίως γύρω από τον πύργο της πόλης Βastie - τον 5ο αιώνα μ. Χ.
Το έργο βρίθει περιπετειών, πολεμικών και ερωτικών αγώνων, πραγματειών,
διαλογισμών και ποιημάτων. Σαν κεντρικά του μηνύματα προβάλει τις αξίες και
ιδεώδη της δικαιοσύνης, της αγάπης και της ειρήνης.
Μια διαφορετική
εκδοχή του βουκολικού ειδυλλίου έδωσε ο Ιταλός ποιητής Giambattista
Marino (1569-1625), ο οποίος κινήθηκε μεταξύ ευφημισμού και
γκονγκορισμού. Το έργο του "Adone" (1623) είναι
πλήρες επιτηδευμένων λογοπαίγνιων και σκανδαλωδών μεταφορών.
Konstantin Makovsky Ευδαίμων Αρκαδία |
Τον 19ο αιώνα ο Γκαίτε (Johann
Wolfgang von Goethe, 1749-1832) έρχεται να υμνήσει την Αρκαδία στο μνημειώδες
του έργο Φάουστ (Faust). Εκφράζοντας ένα έντονο φανταστικό
βίωμα, και με έντονη φιλοσοφική και αλληγορική διάθεση, ο συγγραφέας συνδέει
ποιητικά τον ρομαντικό μεσαίωνα της Δυτικής Γερμανίας με τη κλασσική ιδιοφυΐα
των Ελλήνων, τοποθετώντας το γάμο του Φάουστ και της Ελένης της Τροίας σε ένα
μεσαιωνικό κάστρο "Αρκαδία" της Σπάρτης (τρίτη πράξη του δευτέρου
μέρους).
Αναφορά στην Αρκαδία
και το αρκαδικό ιδεώδες κάνουν επίσης και οι Schiller (1759-1805) και Friedrich Nietzsche (1844-1900). Σημαντική είναι
επίσης η επιρροή της Αρκαδίας στο ποιητικό κίνημα των Ρομαντικών (18ος-19ος
αι.). O Schiller ειδικότερα, στο λυρικό του ποίημά του Resignation (εγκαρτέρηση),
αναφωνεί:
Yes! even I was in Arcadia born,
And, in mine infant ears,
A vow of rapture was by Nature sworn;--
Yes! even I was in Arcadia born,
And yet my short spring gave me only--tears!
. . .
And, in mine infant ears,
A vow of rapture was by Nature sworn;--
Yes! even I was in Arcadia born,
And yet my short spring gave me only--tears!
. . .
Αλλά και στη νεότερη
ευρωπαϊκή λογοτεχνία και δραματουργία δεν είναι λίγοι oι δημιουργοί που έχουν
εμπνευστεί από αυτήν. Ειδικότερα η σύγχρονη ποιμενική δραματουργία (ελεγεία,
δράμα, ειδύλλιο, ποιμενική ποίηση) αντλεί πάντοτε τις πηγές της από τον
αναγεννησιακό ουμανισμό και συχνά έχει άμεσες αναφορές στην Αρκαδία.
Η Ιδεατή Αρκαδία στην
Τέχνη
Παράλληλα με την
λογοτεχνική τάση της βουκολικής ποίησης, ήκμασε κατά την ίδια περίοδο ένα
αξιόλογο ρεύμα ζωγραφικής, σύμφωνα με το οποίο ζωγραφικοί πίνακες και
σχέδια αναπαριστούσαν ποιμένες μέσα σε ένα βουκολικό και ειδυλλιακό τοπίο με
φόντο δάση και λόφους. Ειδικότερα μάλιστα, τον 17ο αιώνα ο Γάλλος ζωγράφος Νικόλας Πουσέν (Nicolas
Poussin, 1594-1665) στηριζόμενος στο καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα ζωγράφισε ένα από
τους σημαντικότερους πίνακές του, γνωστό σαν "Οι ποιμένες της
Αρκαδίας" η "ET IN ARCADIA EGO" (1647),
που εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου. Ο πίνακας αυτός αναπαριστά με
χαρακτηριστική στοχαστική και μελαγχολική διάθεση τρεις Αρκάδες ποιμένες,
ντυμένους με αρχαιοπρέπεια, που στέκονται συμμετρικά γύρω από ένα τάφο με φόντο
ένα όμορφο τοπίο. Ένας από αυτούς είναι γονατισμένος στο έδαφος και
διαβάζει την λατινική επιγραφή που είναι χαραγμένη πάνω στον τάφο : "Et
in Arcadia Ego", που κατά λέξη μεταφράζεται σαν "και
εγώ στην Αρκαδία" και προσιδιάζει την κεντρική αλληγορία του
έργου. Ο δεύτερος βοσκός φαίνεται να συζητά για την επιγραφή με μια πανέμορφη
νέα που στέκεται κοντά του. Ο τρίτος στέκεται δίπλα σκεπτικός. Ο καλλιτέχνης
είχε ήδη φιλοτεχνήσει πιο πριν (1629-1630) και έναν άλλον, λιγότερο γνωστό,
πίνακα με το ίδιο θέμα. Υπάρχουν δύο κύριες και διαφορετικές ερμηνείες της
επιγραφής αυτής. Είτε "Ακόμα και στην Αρκαδία, εγώ, ο Θάνατος,
υπάρχω" ή "και εγώ (ο άνθρωπος στον τάφο) στην Αρκαδία
έζησα".
Με
βάση αυτήν την παραπάνω ερμηνευτική αντίθεση ο πίνακας του Πουσσέν αντανακλά
μια μελαγχολική ενατένιση του θανάτου, επισημαίνοντας το γεγονός ότι η επίγεια
ευτυχία είναι πολύ πρόσκαιρη και μεταβατική. Ακόμα και όταν αισθανθούμε ότι
ανακαλύψαμε ένα μέρος όπου βασιλεύει η ειρήνη και η ευδαιμονία, θα πρέπει πάντα
να θυμόμαστε ότι κάποτε αυτό θα έχει ένα τέλος και ότι όλα τότε θα
χαθούν. Η ματαιότητα και το εφήμερο του επίγειου κόσμου και των
πρόσκαιρων απολαύσεων και αγαθών φαίνεται έτσι να απηχεί το κεντρικό μήνυμα και
νόημα της ρήσης-επιγραφής αυτής όπως και του πίνακα. Σύμφωνα μάλιστα με την
ερμηνεία του πρώτου βιογράφου του Poussin Giovannis Pietro Bellori: "O
τάφος μπορεί να βρεθεί ακόμα και στην Αρκαδία και αυτός ο θάνατος συμβαίνει
μέσα στην ανθρώπινη απόλαυση".
Θα
πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η αλληγορική αυτή φράση ήταν γνωστή στην
τέχνη από πιο πριν. Συγκεκριμένα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ένα πίνακα του Giovanni Francesco Guercino (Guerchain), που έγινε
μεταξύ του 1621 και 1623. Και ο πίνακας αυτός, που παρουσιάζει δύο ανθρώπους να
ενατενίζουν με εκστασιασμό ένα ανθρώπινο κρανίο στο δάσος, χαρακτηρίζεται από
ανάλογη διάθεση και αλληγορία.
Πολλοί άλλοι
καλλιτέχνες έμελλαν αργότερα να απεικονίσουν το Αρκαδικό ιδεώδες, όπως και
θέματα που περιστρέφονται γύρω από τον Αρκαδικό Μύθο: πίνακες και γκραβούρες
που απεικονίζουν ειδυλλιακά βουκολικά τοπία με σκηνές που απηχούν τις ιδέες και
τη διάθεση που που χαρακτηρίζει το "αρκαδικό ειδύλλιο", όπως σκηνές
όπου πρωταγωνιστούν θεοί και νύμφες - ο Πάνας εδώ έχει ξεχωριστή θέση. Οι
σημαντικότεροι δημιουργοί είναι οι Laurent de la Hyre (1606-1656), Peter
Scheemakers (1691-1781), Francesco Zuccarelli (1702-1788), Richard Wilson
(1714-1782), Sir Joshua Reynolds (1723-1792), Honore Fragonard (1732-1806),
Leon Vaudoyer (1803-1872), Aubrey Beardsley (1872-1898), George Wilhelm Kolbe
(1877-1947) και Augustus John (1878-1961).
Αναφορές του Βιργίλιου στους Αρκάδες
και στην αρχαία Αρκαδία
To σημαντικότερο έργο
του Βιργιλίου είναι η «Αινειάδα» (Aeneis),
η οποία απηχεί την ιστορική και ηθική αποστολή της Ρώμης. Στο έργο αυτό ο
ποιητής περιγράφει το ηρωικό έπος του Αινεία που ταξίδεψε μετά την πτώση της
Τροίας και έφτασε ύστερα από πολλές περιπέτειες στο Λάτιο όπου βρήκε μια νέα
πατρίδα. Εκεί ίδρυσε τη Ρώμη και έγινε έτσι ο πρόγονος όλων των Ρωμαίων. Η
Αινειάδα έγινε έτσι το εθνικό έπος των Ρωμαίων. Αποτέλεσε μάλιστα για μια μακρά
χρονική περίοδο (από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του μπαρόκ) σημείο αναφοράς
για την ποίηση υψηλού επιπέδου.
Στην Αινειάδα ο
Βιργίλιος δίνει μια σημαντική συμβολή στη γνώση των Αρκάδων που είχαν
εγκατασταθεί στην Κάτω Ιταλία. Αναφέρει ότι οι Αρκάδες είναι λαός πελασγικός
της Αρκαδίας της Πελοποννήσου που με το βασιλιά τους Εύανδρο εγκαταστάθηκαν
στην περιοχή γύρω από τον Τίβερη, σε μια πόλη που την ονόμασαν Παλλάντιο, από
το όνομα του προγόνου τους Πάλλαντα, που ήταν βασιλιάς και προπάππος του
Ευάνδρου. Έχουν για προστάτη τους θεό τον Ηρακλή τον οποίο γιορτάζουν κάθε
χρόνο με θυσίες και πλούσια τραπέζια.
Οι Αρκάδες βρίσκονται
σε εχθρική σχέση με τους Λατίνους, γι' αυτό ο ποταμός Τίβερης συμβουλεύει τον
Αινεία να ζητήσει τη συμμαχία τους. Ο Αινείας έρχεται στην πόλη τους και ζητάει
βοήθεια από τον Εύανδρο, το βασιλιά τους, και Αρκάδες και Τρώες συμμαχούν (VIII
50,55 κεξ.) Αυτή τη συμμαχία την προφήτεψε η Σίβυλλα (VΙ 97).
Στην πόλη υπάρχει
σπήλαιο του Πανός. Το σπήλαιο λατινικά λέγεται Lupercal και ελληνικά Λύκαιο,
καθότι οι Αρκάδες τον Πάνα τον έλεγαν Λύκαιο (332 κεξ.). Ο Παν λατινικά λέγεται
Lycalus Pan και στη γενική του φέρει ελληνική κατάληξη Lycaei Panos.
Αρκάδες και Τρώες
έχουν το ίδιο αίμα, αφού κι ο Εύανδρος είχε πατέρα τον Ερμή, το γιο Μαίας,
κόρης του Άτλαντα, και ο Δάρδανος (γενάρχης της Τροίας) είναι γιος της Ηλέκτρας
που είναι και αυτή αδερφή της Μαίας δηλ. κόρη του Άτλαντα (VIII 142). Άμαθοι
στον πόλεμο τους αναγκάζει ο Πάλλας, γιος του Ευάνδρου, να πολεμήσουν (Χ 364
κεξ.).
Στην ΧΙ ραψωδία
φονεύεται ο Πάλλας και οι Αρκάδες ακολουθούν το φέρετρο "με τα όπλα
στραμμένα στη γη" (στ. 93). Παραμένουν πιστοί σύμμαχοι των Τρώων μέχρι το
τέλος της Αινειάδας.
Τέλος, ο Βιργίλιος
αποκαλεί την Αρκαδία της Πελοποννήσου ψυχρή, γιατί είναι ορεινή. Στο (VIII 353
κεξ.) γίνεται υπαινιγμός ότι επειδή οι Αρκάδες κατοικούσαν σε υψηλούς τόπους,
πρώτοι ίδρυσαν ναούς και καθιέρωσαν θρησκεία.
*Nicolas Poussin
Ο Nicolas Poussin
γεννήθηκε το 1593 στα περίχωρα (Andelys) του Villiers της Νορμανδίας από μια
αστική οικογένεια. Δύο φορές επιχείρησε να μεταβεί στην Ρώμη που ήταν το όνειρό
του, αλλά επέστρεψε ελλείψει χρημάτων. Σε ηλικία τριάντα ετών γνωρίστηκε με τον
ιππότη Marino, που ήταν ευνοούμενος ποιητής της Μαρίας των Μεδίκων. Με την
υποστήριξή του έφυγε τότε στην Ρώμη, όπου τελικά έγινε προστατευόμενος ενός
πλούσιου φιλότεχνου, του Cassiano d'El Pozzo, θέτοντας έτσι τέλος στις
στερήσεις που είχε υποστεί μέχρι τότε.
Γρήγορα απέκτησε
μεγάλη φήμη και αναγνώριση στην Ιταλία. Αυτή έκανε μάλιστα τον Λουδοβίκο XIII
να του γράψει προσωπικά ζητώντας του να επιστρέψει στη Γαλλία. Έτσι ήλθε
στο Παρίσι το 1641 και έζησε στον Κεραμικό με τον τίτλο του πρώτου ζωγράφου του
βασιλιά. Δύο χρόνια μετά όμως, αφού έγινε στόχος ραδιουργιών και
αντιζηλίας αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ρώμη όπου έζησε σε ένα μικρό σπίτι
στις όχθες του Τίβερη. Εκεί έζησε μέχρι το θάνατό του αφού γνώρισε πλήρη
αναγνώριση σαν ζωγράφος.
Ο Poussin
πέθανε το 1665 συντετριμμένος από τον πρόωρο θάνατο της αγαπημένης του γυναίκας
που μόλις είχε νυμφευθεί.
Ο πλούτος των συνθέσεών
του και η ομορφιά της εικαστικής του έκφρασης έδωσαν στον N. Poussin το προσωνύμιο
του "ζωγράφου των πνευματικών ανθρώπων". Στους πίνακές του κυριαρχούν
χαρούμενα και ποικιλόμορφα τοπία, πλούσιοι φυσικοί και αληθινοί τόποι, και
όμορφη αποτύπωση των διαφορετικών φαινομένων της φύσης. Με το έργο του ο
Poussin κατατάσσεται ανάμεσα στους πρώτους ζωγράφους της γαλλικής σχολής.
[Πηγή: Κλασσική και Ιδεατή Αρκαδία]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου