Ο Μέγας Ιεροεξεταστής
Ἡ δράση ἐξελίσσεται
στὸν 16ο αἰῶνα στὴν Ἱσπανία, στὴ Σεβίλλη, τὴν πιὸ φρικτή περίοδο τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης,
τότε που στό όνομα της δόξας του Θεοῦ ἄναβαν καθημερινά πυρές και σε μεγαλοπρεπῆ
ὁλοκαυτώματα ἒκαιγαν αιρετικούς. Ἓκείνη την στιγμή ὃχι με τον τρόπο ποὺ ὑποσχέθηκε
νὰ ξαναγυρίσει, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, μὲ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, σ᾿ ὅλη του τὴν
οὐράνια δόξα, ἃλλά ξαφνικά ξαναγυρίζει κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴ μορφὴ ποὺ εἶχε
κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τριῶν χρόνων τῆς δημόσιας ζωῆς του. Σιωπηλός, περνᾷ
καταμεσὶς τοῦ πλήθους, μ᾿ ἕνα χαμόγελο ἀπέραντης συμπάθειας. Ἡ καρδιά του
πλημμυρίζει ἀπὸ ἀγάπη, τὰ μάτια του ἀντανακλοῦν τὴ Γνώση, τὸ Φῶς, τὴ Δύναμη, ποὺ
φωτίζουν καὶ ξυπνοῦν τὴν ἀγάπη στὶς καρδιές, τοὺς ἁπλώνει τὰ χέρια, τοὺς εὐλογεῖ,
μιὰ ἀρετὴ ἐξυγίανσης βγαίνει ἀπ᾿ τὴν κάθε ἐπαφὴ μαζί του κι᾿ ἀκόμη ἀπ᾿ τὰ
φορέματά του. Ὁ λαὸς χύνει δάκρυα χαρᾶς καὶ φιλᾷ τὸ χῶμα ὅπου πατᾷ. Τὰ παιδιὰ
σκορπίζουν λουλούδια στὸ πέρασμά του καὶ φωνάζουν «Ὡσαννά!» Ἐκεῖνος, φωνάζουν.
Εἶναι Ἐκεῖνος! δὲν μπορεῖ παρὰ νἆναι Ἐκεῖνος. Κάνει θαύματα μοιράζει έλεος. Ἐκείνη
τὴ στιγμὴ περνᾷ ἀπὸ τὴν πλατεῖα ὁ καρδινάλιος Μέγας Ἱεροεξεταστής. Εἶν᾿ ἕνας
ψηλὸς γέρος, σχεδὸν αἰωνόβιος, μὲ στεγνὸ πρόσωπο, μάτια χωμένα στὶς κόγχες, μὰ
ποὺ μέσα του λάμπει ἀκόμη μιὰ σπίθα. Δὲ φορεῖ πιὰ ἐκείνη τὴν περίλαμπρη στολή,
ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ξεχωρίζει χτὲς μέσα στὸ πλῆθος, τὴν ὥρα ποὺ ἔκαιγαν τοὺς ἐχθροὺς
τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας· ἔχει ξαναβάλει τὸ παλιό, ἀσκητικό του ράσο. Οἱ βοηθοί
του κι ὁ Μέγας Σκευοφύλακας τὸν ἀκολουθοῦν ἀπὸ ἀπόσταση, ὅλο σεβασμό. Σταματᾷ
πλάι στὸ πλῆθος καὶ κοιτάζει ἀπὸ μακριά.
Ζαρώνει τὰ πυκνά του φρύδια καὶ στὰ μάτια του ἀστράφτει μία τρομερὴ φλόγα. Τὸν δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο καὶ διατάζει τοὺς φρουρούς του νὰ τὸν πιάσουν. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ δύναμή του καὶ ὁ λαὸς τόσο συνηθισμένος νὰ τὸν ὑπακούει, ποὺ ὅλοι παραμερίζουν, ὑπακούουν τρέμοντας· μέσα σε μία θανάσιμη σιωπή, οἱ χωροφύλακες τὸν πιάνουν καὶ τὸν φέρνουν μπροστά του. Σὰν ἕνας ἄνθρωπος ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος γονατίζει μπρὸς στὸ Μεγάλο Ἱεροεξεταστὴ ποὺ σηκώνει τὸ χέρι του καὶ τὸν εὐλογεῖ κι ὕστερα χωρὶς νὰ πεῖ μία λέξη ἐξακολουθεῖ τὸ δρόμο του. Ὁδηγοῦν τὸν Κρατούμενο στὸ θλιβερὸ καὶ παλιὸ κτίριο τῆς Ἁγίας Σκεύης, καὶ τὸν κλείνουν ἐκεῖ, σ᾿ ἕνα μικρὸ ὑπόγειο κελλί. Ἡ ἡμέρα περνᾷ κι ἔρχεται ἡ νύχτα, μιὰ νύχτα Σεβιλλιάνικη ζεστὴ κι ἀποπνικτική. Ἡ ἀτμόσφαιρα «μυρίζει δάφνη και λεμόνι»1. Μέσα στο βαθύ σκότος ἀνοίγει ἡ σιδερένια πόρτα τῆς φυλακῆς κὶ ὁ μεγάλος ἱεροεξεταστὴς αὐτοπροσώπως, με μια λαμπάδα στο χέρι, μπαίνει άργά στο κελλί. Εἶναι μόνος, ἡ πόρτα πίσω του κλείνει ἀμέσως. Σταματάει στὸ κατώφλι κι ἐπι μακρόν, ἓνα λεπτό ἢ δύο, περιεργάζεται το πρόσωπό Του. Τελικὰ πλησιάζει, ἀκουμπάει το κηροπήγιο στὸ τραπέζι καὶ τοῦ λέει:
Ζαρώνει τὰ πυκνά του φρύδια καὶ στὰ μάτια του ἀστράφτει μία τρομερὴ φλόγα. Τὸν δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο καὶ διατάζει τοὺς φρουρούς του νὰ τὸν πιάσουν. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ δύναμή του καὶ ὁ λαὸς τόσο συνηθισμένος νὰ τὸν ὑπακούει, ποὺ ὅλοι παραμερίζουν, ὑπακούουν τρέμοντας· μέσα σε μία θανάσιμη σιωπή, οἱ χωροφύλακες τὸν πιάνουν καὶ τὸν φέρνουν μπροστά του. Σὰν ἕνας ἄνθρωπος ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος γονατίζει μπρὸς στὸ Μεγάλο Ἱεροεξεταστὴ ποὺ σηκώνει τὸ χέρι του καὶ τὸν εὐλογεῖ κι ὕστερα χωρὶς νὰ πεῖ μία λέξη ἐξακολουθεῖ τὸ δρόμο του. Ὁδηγοῦν τὸν Κρατούμενο στὸ θλιβερὸ καὶ παλιὸ κτίριο τῆς Ἁγίας Σκεύης, καὶ τὸν κλείνουν ἐκεῖ, σ᾿ ἕνα μικρὸ ὑπόγειο κελλί. Ἡ ἡμέρα περνᾷ κι ἔρχεται ἡ νύχτα, μιὰ νύχτα Σεβιλλιάνικη ζεστὴ κι ἀποπνικτική. Ἡ ἀτμόσφαιρα «μυρίζει δάφνη και λεμόνι»1. Μέσα στο βαθύ σκότος ἀνοίγει ἡ σιδερένια πόρτα τῆς φυλακῆς κὶ ὁ μεγάλος ἱεροεξεταστὴς αὐτοπροσώπως, με μια λαμπάδα στο χέρι, μπαίνει άργά στο κελλί. Εἶναι μόνος, ἡ πόρτα πίσω του κλείνει ἀμέσως. Σταματάει στὸ κατώφλι κι ἐπι μακρόν, ἓνα λεπτό ἢ δύο, περιεργάζεται το πρόσωπό Του. Τελικὰ πλησιάζει, ἀκουμπάει το κηροπήγιο στὸ τραπέζι καὶ τοῦ λέει:
«Ἐσύ; Εἶσαι Ἐσύ;
«Μὴν ἀπαντάς, σώπα. Ἄλλωστε
τί θὰ μποροῦσες νὰ πεῖς; Ξέρω πολὺ καλά τι θα πεῖς. Καὶ οὒτε ἔχεις τὸ δικαίωμα
νὰ προσθέσεις τίποτε στὰ ὅσα εἶπες ἄλλοτε. Γιατί ἦρθες νὰ μᾶς ἀναστατώσεις;
Γιατί, ναι, ἦρθες να μᾶς ἀναστατώσεις, τὸ ξέρεις και μόνος σου. Ἀλλὰ ξέρεις τί
θὰ συμβεῖ αὔριο; Ἀγνοῶ ποιὸς εἶσαι κι οὔτε θέλω νὰ ξέρω: εἶσ᾿ Ἐσὺ ἢ μόνο τὸ ὁμοίωμά
Του; Δεν ξέρω. Ὅμως αὔριο θὰ σὲ καταδικάσω καὶ θὰ καεῖς στὴν πυρά, ὅπως ὁ
χειρότερος τῶν αἱρετικών, κι αὐτὸς ὁ ἴδιος λαὸς ποὺ σήμερα φιλοῦσε τὰ πόδια
σου, θὰ ξεχυθεῖ αὔριο, με ένα μου νεῦμα, να μαζέψει ξύλα για την πυρά σου. Τὸ
ξέρεις αὐτό; Ναι, ἲσως και να το ξέρεις. Όλα τα ἒχεις κληροδοτήσει στον Πάπα. Ἔτσι
μὴν ἔρχεσαι τώρα τουλάχιστον, μην ἒνοχλεῖς προς το παρόν. Ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ
μᾶς ἀποκαλύψεις ἒστω καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ μυστικὰ τοῦ κόσμου ἀπ᾿ ὅπου ἔρχεσαι; Ὄχι, δὲν
ἔχεις τὸ δικαίωμα· γιατὶ τούτη ἡ ἀποκάλυψη θἀρχόταν νὰ προστεθεῖ στὴν
προηγούμενη, για να μην στερήσεις ἀπο τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐλευθερία, την οποία
τόσο ὑπερασπιζόσουν ὃσο ἢσουν πάνω σὲ τούτη τὴ γῆ. Ὅτι διακυρήξεις τώρα θὰ
θίξει τὴν ἐλεύθερη πῖστη τῶν ἀνθρώπων, διότι θὰ φανεί σαν θαῦμα· ὅμως, ἐσὺ ὁ ἴδιος
πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε αἰῶνες ἔβαζες πάνω ἀπ᾿ ὅλα τούτη τὴν ἐλευθερία τῆς πίστης. Δὲν
εἶπες τάχα τόσες φορές: «Θέλω νὰ σᾶς καταστήσω ἐλεύθερους!»2. Ἔ,
λοιπόν! Τοὺς εἶδες τοὺς «ἐλεύθερους» ἀνθρώπους. Ναί, ὅλο αὐτὸ μᾶς στοίχισε πολὺ
ἀκριβά μὰ ἐπιτέλους τελειώσαμε τοῦτο τὸ ἔργο στ᾿ ὄνομά σου. Μᾶς χρειάσθηκαν
δικαπέντε αἰῶνες σκληρῆς δουλειᾶς, γιὰ νὰ ἐγκαθιδρύσουμε τὴν ἐλευθερία· μὰ τώρα
πιὰ ἔγινε, καὶ καλά. Δὲν τὸ πιστεύεις; Μὲ κοιτάζεις μάλιστα μὲ τρυφερότητα, χωρὶς
οὔτε νὰ καταδεχτεῖς ν᾿ ἀγανακτήσεις; Μὰθε λοιπόν ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποτὲ ἄλλοτε δὲν
πίστεψαν τὸν ἑαυτό τους πιὸ λεύτερο ὅσο τώρα, κι ὡστόσο, ἡ ἐλευθερία τους εἶν᾿ ἐκείνη,
ποὺ ἔρχονται νὰ τὴν καταθέσουν υποταχτικά στὰ πόδια μας. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ ἔργο
μας, γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια· αὐτὴ εἶν᾿ ἡ ἐλευθερία ποὺ ὀνειρεύτηκες;
«Καθότι τώρα μόνο, ἒγινε
δυνατόν για πρώτη φορά νὰ σκεφτοῦμε πάνω στὴν εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων. Φυσικὰ ἐκεῖνοι
στατιάτησαν· μπορούν ὅμως οἱ ἐπαναστατημένοι νὰ εἶναι ποτὲ εὐτυχισμένοι; Ἤσουν
πληροφορημένος γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲ σοῦ ἒλειψαν οἳ προειδοποιήσεις κι οι υποδείξεις,
ὃμως εσύ δὲ λογάριασες τίποτα, ἀπέρριψες τὸ μοναδικὸ τρόπο γιὰ νὰ γίνουν οἱ ἄνθρωποι
εὐτυχισμένοι μα εὐτυχῶς, φεύγοντας ἀνάθεσες την υπόθεση σ᾿ ἐμᾶς. Υποσχέθηκες, μᾶς
παραχώρησες ἐπίσημα τὸ δικαίωμα νὰ λύνουμε καὶ νὰ δένουμε· τώρα, δὲν πιστεύω νὰ
σκέφτηκες νὰ μᾶς τὸ ἀφαιρέσεις; Γιὰ ποιὸ λόγο λοιπὸν ἦρθες νὰ μᾶς ἀναστατώσεις;
«Τὸ Πνεῦμα, τὸ
τρομαχτικό καὶ πανέξυπνο, τὸ Πνεῦμα τῆς καταστροφῆς καὶ της ανυπαρξίας μίλησε
μαζί σου στὴν ἔρημο, κι οἱ Γραφὲς ἀναφέρουν ὅτι «σ᾿ ἔβαλε σὲ πειρασμό». Εἶν᾿ ἀλήθεια
αὐτό; Καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε τίποτα πιὸ διεισδυτικό, ἀπ᾿ αὐτά ποὺ σοῦ εἶπε ἓθεσε
σε ἐκεῖνα τα τρία ἐρωτήματα ἤ, γιὰ νὰ μιλήσουμε ὅπως οἱ Γραφές στοὺς τρεῖς
«πειρασμοὺς» ποὺ ἀπέκρουσες; Κι ὡστόσο ἂν ὑπῆρξε ποτὲ στὴ γῆ ἕνα ἑκκωφαντικό θαῦμα,
αὐτὀ ἔγινε κείνη τὴν ἡμέρα. Ἀκριβῶς στην εμφάνιση αὐτῶν τῶν τρίων ἐρωτημάτων
συνἰστατο το θαύμα.
«Ἂν θα μπορούσαμε να
φανταστοῡμε μόνο για δοκιμή χάριν παραδείγματος, ὅτι αὐτὰ τα τρία ἐρωτηματα του
τρομαχτικοῦ πνεύματος χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη στὶς Γραφές, κι ὅτι πρέπει
νὰ τ᾿ ἀνασυστήσουμε, νὰ τὰ ἐπινοήσουμε ἐκ νέου γιὰ νὰ τὰ τοποθετήσουμε πάλι ἐκεῖ,
καὶ συγκεντρώνουμε γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ὅλους τοὺς σοφοὺς τῆς γῆς, κυβερνῆτες,
αρχιερεῖς, διανοούμενους, φιλοσόφους, ποιητές, και να τους ἀναθέσουμε
το μέλημα: σκεφτεῖτε καὶ συντάξετε πάλι τρία ἐρωτήματα τα ὁποῖα ὄχι μόνο να εἷναι
αντάξια στὴ σημασία τοῦ γεγονότος, μὰ ἀκόμη καὶ νὰ ἐκφράζουν σὲ τρεῖς φάσεις ὅλη
τη μελλοντικὴ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, πιστεύεις ὅτι αὐτὸς ὁ Ἄρειος Πάγος τῆς ἀνθρώπινης
σοφίας θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ τίποτα τὸ ἴδιο δυνατὸ καὶ τὸ ἴδιο βαθύ, μὲ τὰ
τρία ἐρωτήματα ποὺ σοῦ ἑθεσε τότε τὸ ἰσχυρὸ Πνεῦμα στην έρημο; Αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήματα
ἀποδείχνουν ἀπὸ μόνα τους ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μ᾿ ἕνα Πνεῦμα προαἰώνιο κι ἀπόλυτο,
κι ὄχι μ᾿ ἕνα τρέχον ἀνθρώπινο μυαλό. Καθότι σ΄ αὐτά τά τρία ἐρωτήματα φαίνεται
να ἑνώνεται σε ἒνα ὃλον και να προδιαγράφεται ἀτόφια ἡ μελλοντική ἀνθρώπινη ἱστορία
και να προκύπτουν τρεῖς μορφὲς στις ὁποίες θα συγχωνευτοῡν ὃλες οἱ ἂλυτες
ιστορικές ἀντιθέσεις τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἐπί της γῆς. Τότε αὐτό δεν μπορούσε
να εἶναι τόσο φανερό, διότι τὸ μέλλον ἧταν ἄδηλο, μὰ τώρα ποὺ κύλησαν δεκαπέντε
αἰῶνες, βλέπουμε ὅτι τα πάντα στὰ τρία αὑτά ἐρωτήματα εἶναι τόσο διαγνωσμένα καὶ
προοιωνισμένα και τόσο διακαιωμένα, πού δέν γίνεται πιά να προσθέσεις ἤ νά ἀφαιρέσεις
κάτι ἀπό αύτά.
«Ἀποφάσισε μόνος σου
ποιὸς εἶχε δίκιο: ἐσύ ἢ ἐκεῖνος ποὺ σοῦ ἒθεσε τότε τα ἐρωτήματα; Θυμήσου τὸ πρῶτο
ἐρώτημα, ἂν και ὂχι αὐτολεξεί, το νόημα του ἧταν το ἑξῆς: «Θὲλεις νὰ πᾶς στὸν
κόσμο μ᾿ ἄδεια χέρια με κάποια ὑπόσχεση ἐλευθερίας, την ὁποία αὐτοί, στην ἁπλοικότητα
τους και στην εγγενῆ ἀνεντιμότητα τους, δεν μπορούν οὒτε να την φανταστοῦν, την
ὁποία φοβοῦνται και τρέμουν, καθότι ποτέ και τίποτε δεν ἧταν για τον ἂνρθωπο και
για την ἀνθρώπινη κοινωνία πιο ἀνυπόφορο ἀπό τὴν ἐλευθερία! Βλέπεις ὃμως αὐτὲς
τὶς πέτρες στὴν ἄνυδρη γή; Μετάτρεψε τις σὲ ἂρτους κι ἡ ἀνθρωπότητα θὰ τρέξει
πίσω σου σαν κοπάδι, εὐγνωμονούσα και ὑπάκουη, ἂν και αἰωνίως ἀνυσηχοῦσα ὃτι θα
ἀποσύρης το χέρι σου και θα σταματήσουνε οἱ ἂρτοι». Ἀλλά δεν θέλησες να
στερήσεις στον ἂνθρωπο την ἐλευθερία και ἀπέρριψες την πρόταση, διότι τι ἐλευθερία
εἶναι αυτή ἄν ἡ ὑπακοή ἐξαγοράζεται με ἂρτους;
«Ἀντέτεινες πῶς ὁ ἄνθρωπος
οὐκ ἐπ’ ἂρτω μόνο ζήσεται3, το ξέρεις ὃμως ὅτι ἓν ὀνόματι τοῦ γήινου
αὐτοῦ ἄρτου, τὸ ἐπίγειο πνεῦμα θὰ στασιάσει ἐναντίον σου, θ᾿ ἀγωνιστεῖ καὶ θὰ σὲ
νικήσει, κι ὅλοι θα τὸ ἀκολουθήσουν φωνάζοντας: «Ποιὸς μπορεί να συγκριθεῖ με
το θηρίο ἐτούτο, πού μᾱς ἒδωσε την ἐπουράνια φωτιά;»4 Αἰῶνες θὰ
περάσουν κι ἡ ἀνθρωπότητα θὰ διακηρύσσει δια του στοματος τῆς γνώσης και τῆς ἐπιστήμης
ὃτι δεν ὑπάρχει ἔγκλημα, ἄρα οὔτε κι ἁμάρτημα, και ὑπάρχουν μόνο πεινασμένοι:
«Τάισέ τους πρῶτα κι ὓστερα ἀπαίτησε ἀπ΄αὐτούς ἀρετη!» – να τι θά γράψουν στά
λάβαρα πού θα ὑψώσουν ἐναντίον σου κι ἀπό τά ὁποία θα καταρεύσει ὁ οἷκος σου.
Στὴ θέση τοῡ δικοῡ σου οἲκου θα ἀνεγερθεῑ καινούργιο οἰκοδόμημα, θὰ ὑψωθεῖ και
πάλι ὁ οἶκος τῆς Βαβέλ, ποὺ θὰ παραμείνει δίχως ἀμφιβολία ἀτέλειωτος, ὅπως κι ὁ
πρῶτος ἐκεῖνος· ἀλλὰ θὰ μποροῦσες νὰ γλυτώσεις τοὺς ἀνθρώπους ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν
δοκιμασία, κι ἀπὸ χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θὰ ξανάρθουν νὰ μᾶς βροῦν ἀφοῦ θἄχουν
κοπιάσει χίλια χρόνια νὰ χτίσουν τὸν πύργο τους! Θὰ μᾶς ἀναζητήσουν κάτω ἀπ᾿ τὴ
γῆ, ὅπως ἄλλοτε, μέσα στὶς κατακόμβες ὅπου θἄμαστε κρυμένοι (θὰ μᾶς βασανίσουν
πάλι) θὰ μας βροῡν και θα βοήσουν προς ἐμᾶς:«Ταΐστε μας, διότι ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκαν
τὴν ἐπουράνια φωτιὰ δὲν μᾶς τὴν ἔδωσαν». Και τότε ἐμεῑς θ᾿ ἀποπερατώσουμε τὸν
πύργο τους, καθότι θα τον αποπερατώσει μόνον ὅποιος τους ταΐσει, καὶ θὰ τοὺς ταΐσουμε
μόνον εμεῑς, επ’ ὀνόματι σου, και λέγοντας ψέματα ὅτι εἷναι ἐπ’ ὀνόματί σου. Ὢ,
ποτέ δεν θα ταῒσουν τους ἑαυτούς τους χωρίς ἐμᾶς! Ὃσο θα παραμένουν, καμιά ἐπιστήμη
δεν θα τους δώσει ψωμί, ἀλλὰ θὰ καταλήξουν νὰ τὴν καταθέσουν στὰ πόδια μας
τούτη τὴν ἐλευθερία τους, και να μᾶς ποῦν: «Ὑποτδουλῶστε μας καλύτερα, ἀλλά ταΐστε
μας». Θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους ὃτι ἐλευθερία και ἐπιούσιος ἃρτος ἐν αφθονία για
τον καθένα δεν πᾱνε μαζί, διότι πότε, ποτέ δὲ θὰ μπορέσουν μόνοι τους νὰ τὸ
μοιράστοῦν μεταξύ τους! Θὰ πεισθοῦν ἀκόμη γιὰ τὴν ἀνικανότητά τους νἆναι ἐλεύθεροι,
ὄντας ἀδύναμοι, φαῡλοι, τιποτένιοι κι στασιαστές. Τοὺς ὑποσχέθηκες τὸν
επουράνιον ἄρτο· ἀλλὰ, το ἐπαναλαμβάνω και πάλι, πῶς μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ στα
μάτια τοῦ ἀδύναμου, μονίμως φαῦλου και μονίμως ἀχάριστου ἀνθρώπινου εἲδους με
τον ἐπίγειο; Ἢ μήπως σε ενδιαφέρουν μόνον κάποιες δεκάδες χιλιάδες ψυχὲς
σπουδαίων και δυνατῶν, ἐνῶ τά ὑπόλοιπα ἑκατομμύρια, πολυπληθῆ σαν τους κόκκους
τῆς ἂμμου, ἀνίσχυρα, άλλά πού σ’ αγαπᾶνε, θα πρέπει ἁπλώς να γίνουν ὓλη για
τους σπουδαίους και δυνατούς; Ὂχι, ἐμᾶς μᾶς εἶναι πολύτιμοι και οἱ ἀνίσχυροι. Εἶναι
φαῦλοι και στασιαστές, ἀλλά στο τέλος θα γίνουν και ὑποταγμένοι. Θὰ μας
θαυμάζουν καὶ θὰ μᾶς θεωρούν θεοὺς για το ὃτι, γινόμενοι ταγοί τους,
συμφωνησαμε να ἂρουμε την ἐλευθερία τοὺς και να κυριαρχήσουμε ἐπ’ αυτῶν – τόσο
τρομαχτικό θα τους εἶναι στο τέλος να εἶναι ἐλεύθεροι! Ἐμείς ὃμως θα ποῦμε ὃτι ὑπακούμε
σε σένα και ἡγεμονεύουμε ἐξ όνόματός σου. Θα τους ἐξαπατήσουμε και πάλι, διότι
δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσουμε νὰ τοὺς ξαναπλησιάσεις.
«Στην ἀπάτη αὐτή θα
συνίσταται το δικό μας μαρτύριο, ἀφοῦ θα εἲμαστε ὑποχρεωμένοι να ψευδόμαστε. Να
τι σήμαινε αὐτό τὸ πρῶτο ἐρώτημα στὴν ἔρημο, καὶ να τι ἀπέρριψες στ᾿ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας,
την ὁποία ἒβαλες ὑπεράνω ὃλων. Κι ἐν τῶ μεταξύ, στο ἐρώτημα αὐτό περικλειόταν
το μεγάλο μυστικό τοῦ κόσμου. Ἂποδεχόμενος τους «ἂρτους», θἆχες ἀπαντήσει στὸ
γενικό και νπροαιώνιο δίλλημα τοῦ ανθρώπου κι ὡς ἀτομικῆς ὀντότητας κι ὡς ὁλόκληρης
τῆς ἀνθρωπότητας μαζί, πού εἶναι: «Ποιόν να προσκυνήσω;» Δεν ὑπάρχει πίο
διηνεκές και πιο βασανιστικό μέλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο από το, μένοντας ἐλεύθερος,
να βρεῖ το συντομότερο δυνατόν ποιόν να προσκυνήσει. Ἀλλά, ὁ ἄνθρωπος ψάχνει να
προσκυνήση ἐκείνο πού εἶναι ἀδιαμφισβήτητο, τόσο αδιαμφισβήτητο, ὣστε ὃλοι οἱ ἂνθρωποι
ταυτόχρονα να καταλήξουν σε πάνδημο προσκύνημα. Καθότι το μέλημα αὐτῶν τῶν ἀξιολύπητων
πλασμάτων δεν εἶναι μόνο να βροῦν ἐκεῖνο στο ὁποῖο θα ὑποκλιθῶ ἐγώ ἢ ὁ ἂλλος. ἀλλά
να το κάνουν και ὃλοι μαζί. Να, αὐτή ἡ ἀνάγκη τοῦ πάνδημου προσκυνήματος εἶναι
τὸ κυριότερο μαρτύριο τοῦ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστά καὶ ὃλης τῆς ἀνθρωπότητας
μαζί, ἀπ΄άρχής τῶν αἰώνων. Γιὰ τὸ πάνδημο προσκύνημα ἐξόντωναν ὁ ἓνας τον ἂλλο
διά πυρός και σιδήρου. Κατασκεύαζαν θεοὺς κι ὓστερα καλοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο: «Ἀρνηθεῖτε
τοὺς θεούς σας κι ἐλᾶτε να προσκυνήσετε τοὺς δικούς μας, ἀλλιώς θα πεθάνετε κι ἐσεῖς
και οἱ θεοί σας!» Κι ἔτσι θὰ γίνεται ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἀκόμα και τότε
πού θα ἒχουν ἐξαφανιστεῖ ἀπό τον κόσμο και οἱ θεοί: οὓτως ἢ ἂλλως θά πέσουν ἐνώπιον
τῶν εἰδώλων. Ἢξερες, δὲν μπορούσες να μην ξέρεις αὐτὸ τὸ βασικὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρώπινης
φύσης, αλλά ἐσύ ἀπέρριψες τὸ μοναδικὸ ἀκατανίκητο λάβαρο ποὺ σοῦ προσφέρθηκε καὶ
ποὺ ἀναμφισβήτητα θἆχε τυλίξει ὅλους του ἀνθρώπους μέσα του καὶ θὰ τοὺς ἔκανε νὰ
κλίνουν τὸ κεφάλι μπρός σου, τὸ λάβαρο τοῦ ἐπιούσιου ἂρτου· τὸ ἀπώθησες στ᾿ ὄνομα
τοῦ οὐράνιου ἄρτου καὶ τῆς ἐλευθερίας! Δες τι ἒκανές στην συνέχεια. Κι ὃλα πάλι
εν’ ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας! Δὲν ὑπάρχει στὸ ξαναλέω, πιὸ βασανιστικό μέλημα γιὰ
τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὸ νὰ βρεῖ ἐκεῖνον στον ὁποῖο θα μεταβιβάσει ὃσο δυνατόν
συντομότερα το δῶρο τῆς ἐλευθερίας με το ὀποῖο αὐτό το δύστυχο πλάσμα
γεννιέται. Ἀλλὰ θά εκπορθήση τὴν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων μόνον ἐκεῖνος πού θα
καθυσυχάσει την συνείδηση τους. Με τον ἂρτο σού δινόταν ἓνα ἀδιαμφισβήτητο
λάβαρο: θα δώσεις ἂρτο και ὁ ἄνθρωπος θα προσκυνήσει, καθότι δεν ὑπάρχει τίποτα
πιο ἀδιαμφισβήτητο ἀπό τον ἂρτο, άλλά ἂν την ἲδια στιγμή κάποιος ἄλλος, πλήν ἐσοῦ,
κυριέψει τη συνείδηση του – ὢ, τότε θὰ πετάξει μακριά ἀκόμη καὶ τὸν ἄρτον σου,
και θα πάει με ἐκεῖνον πού θάπλανέψει τη συνείδηση του.
«Πάνω σ᾿ αὐτὸ εἶχες
δίκιο, καθότι τὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης δεν εἷναι μόνο νὰ ζεῖ, ἀλλά κι ὀ
λόγος για τον ὀποῖο ζεῖ. Χωρὶς συγκεκριμένη ἰδέα γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ὕπαρξης, ὁ ἄνθρωπος
δεν θα συμφωνήσει να ζήσει και θα προτιμήσει να αὐτοεξοντωθεῖ παρά να
παραμείνει στη γῆ, ἔστω κι ἂν γύρω του εἶναι βουνά οἱ ἂρτοι. Αὐτό εἷναι ἒτσι, ὃμως
δες τι ἒγινε: ἂντὶ νὰ γίνεις ο κυρίαρχος της ἀνθρώπινης ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων,
τους την ἐκανες ἀκόμα μεγαλύτερη! Ἢ μήπως ξέχασες ὅτι για τον ἄνθρωπο εἶναι
προτιμότερη ἡ ἠρεμία, ἀκόμη κί ο θάνατος, ἀπ᾿ ὃ.τι ἡ ἐλευθερη ἐπιλογή στη γνώση
τοῦ καλοῦ ἢ του κακοῦ; Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ δελεαστικό γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿
την ἐλευθερία συνείδησης, μὰ και τίποτα πιὸ βασανιστικό. Ἀλλά να, ἀντί να
φτιάξεις σταθερά θεμέλια ποὺ θἆχαν καθησυχάσει γιὰ πάντα τὴν ἀνθρώπινη
συνείδηση, πέταξες ἀόριστα νοήματα, μυστήρια κι ἀσαφῆ, προέταξες ὃλα ὃσα ἧταν
πάνω ἀπό τις ἀνθρώπινες δυνάμεις, για τοῦτο και φέρθηκες σὰν νὰ μὴν τους ἀγαποῦσες
διόλου. Ποιος; Ἐσύ ποὺ ἦρθες για νὰ τούς δώσεις τὴ ζωή Σου! Ἀντί να
κυριαρχήσεις ἐπί τής ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, την ἐπαύξησες και επιβάρυνες για
πάντα με ὀδύνη τον ψυχικό κόσμο του ἀνθρώπου. Προτίμησες την ἐλεύθερη ἀγάπη του
ἀνθρώπου, ἢθελες νὰ σ᾿ ἀκολουθήσει ἐλέυθερα, γοητευμένος και αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ
σένα. Κι ὁρίστε, ἀντὶ γιὰ τὸν ἀρχαῖο σταθερό κανόνα, ὁ ἄνθρωπος ἐπρεπε στο ἐξῆς
να ἀποφασιζει μόνος του, τι εἶναι καλό και τι κακό, με ἐλεύθερη καρδιά, ἒχοντας
ὠς καθοδήγηση μόνον τη μορφή σου. Εἶναι δυνατόν να μην σκέφτηκες ὃτι στο τέλος,
ὃταν θά τόν ζορίσουν μέ τό τόσο τρομαχτικό ἂχθος ὃπως ἡ ἐλευθερία ἐπιλογῆς, θά ἀπαρνηθεῖ
και θα ἀμφισβητήση μέχρι και τη μορφή σού και την ἀλήθεια σού; Στό τέλος θά
φωνάξουν πὼς ἡ ἀλήθεια δὲ βρίσκεται σέ σένα, ἀφού τους ήταν άδιανότητο πώς τους
άφήνεις στη σύγχυση και στόν παιδεμό ἂλλο, ὃπως ἒκανες ἐσυ κληροδοτώντας τους
τόσες έγνοιες κι ἀξεδιάλυτα προβλήματα. Ἒτσι, ἒβαλες μόνος σου τίς βάσεις γιά τὴν
καταστροφὴ τού βασιλείου σου· και μὴν κακίζεις κανένα γιά αὐτό.
«Ἐν τῶ μεταξύ, αὐτό
σού εἶχε προταθεῖ; Ὑπάρχουν τρεῖς δυνάμεις, οἱ μοναδικές τρείς δυνάμεις στη γῆ,
ποὺ μποροῦν ἐσαί νὰ κατανικοῦν και να αἰχμαλωτίζουν τὴ συνείδηση αὐτῶν τῶν ἀδυνάμων
στασιαστῶν, για χάρη τῆς εὐτιχίας τούς εἶναι: τὸ θαῦμα, τὸ μυστήριο, και το
κύρος! Ἐσύ ἀπέρριψες και το ἓνα και το ἂλλο και το τρίτο, κί ἐδωσες ὁ ἲδιος το
παράδειγμα. Ὃταν τὸ τρομερὸ καὶ βαθὺ Πνεῦμα, σὲ ἒφερε στήν κορυφή τού Ναοῦ καὶ
σοῦ εἶπε: «Ἂν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Πέσε κάτω ἀπὸ δῶ ψηλά, γιατί εἶναι γραμμένο
πὼς οἱ ἄγγελοι ἐχουν έντολή να Σε προστατεύσουν και να Σὲ Σηκώσουν στα χέρια
τους, για να μην χτυπήσουν τά πόδια Σού κάτω5, καὶ τότε θὰ μάθεις ἂν
εἶσαι Υἰὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ θ᾿ ἀποδείξεις ἔτσι τὴν πίστη Σού στὸν Πατέρα Σου», ὃμως
ἐσύ, ἀφοῦ τον ἂκουσες ἂπέριψες την πρόταση και δὲν ὑπέκυψες και δεν ρίχτηκες
στο κενό. Ὢ, φυσικά, ἐδῶ φέρθηκες περήφανα και μεγαλειωδῶς, σαν Θεός, ἀλλά οἱ ἂνθρωποι,
ἀλλά το ἀδύναμο στασιάζον γένος εἶναι θεοί νομίζεις! Ὢ, κατάλαβες τότε πῶς
κάνοντας ἒστω και μόνον ἕνα βῆμα, μιὰ χειρονομία γιὰ νὰ ὁρμήσεις στο κενό, θὰ εἷχες
ἀμέσως βάλει σε πειρασμό τὸν Κύριο καὶ θα εἷχες χάσει ὃλη τὴν πίστη σου σ᾿ Αὐτόν.
Ὃμως επαναλαμβάνω, ὑπάρχουν πολλοὶ σὰν κι ἐσένα; Και εἶναι δυνατόν να
φαντάστηκες ποτέ στ’ ἀλήθεια, ἔστω καὶ γιὰ μία στιγμὴ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι θἆχαν τὴ
δύναμη ν᾿ ἀντέξουν σ᾿ ἕνα τέτοιον πειρασμὸ; Ἒτσι ἂραγε εἷναι φτιαγμένη ἡ ἀνθρώπινη
φύση, ὣστε ν᾿ ἀποδιώχνει τὸ θαῦμα καὶ σε τέτοιες τρομαχτικές στιγμὲς τῆς ζωῆς,
στιγμές τῶν τρομερότερων βασικῶν και βασανιστικῶν ψυχικῶν ἐρωτημάτων της, να ἀκολουθεί
μόνο τις ἀποφάσεις τῆς καρδιᾶς; Ὤ! Ἤξερες πὼς ὁ ἂθλος σου θα μείνει στα βιβλία,
θα φτάσει στα βάθη τοῡ χρόνου και στα ἀπόμακρα σημεῑα τῆς γῆς, και ἢλπισες ὃτι ἀκολουθώντας
σε, ὁ ἄνθρωπος θὰ παραμείνει με τὸ Θεὸ χωρὶς νὰ ἒχει ανάγκη το θαῦμα. Δεν ἢξερες
ὃμως ὃτι, με το που θα ἀπορρίψει το θαῦμα, ὁ ἄνθρωπος θα απορρίψει ταυτόχρονα
και το Θεό, διότι ο ἂνθρωπος δεν ἀναζητᾶ τόσο το Θεό ὃσο τά θάυματα6.
Κι ὃπως ὀ ἂνθρωπος δεν εἷναι σε θέση νὰ ζήσει χωρίς θαῦμα, θα ἐπινοήσει γιά τὸν
ἑαυτό του ἂλλα θαύματα, προσωπικά, και θα ὑποκλίνεται πιά στο θαῦμα τοῡ κομπογιαννίτη,
στα μάγια τῶν γυναικῶν, ἒστω κί ἂν εἷναι ἐκατό φορές στασιαστής, αἱρετικός και
ἂθεος.
«Δὲν κατέβηκες ἀπὸ τὸ
σταυρὸ ὅταν σοῦ φώναζαν κοροϊδευοντάς σε και πειράζοντας σε: «Κατέβα εσύ ἀπὸ τὸ
σταυρὸ κι ἐμεῖς θὰ πιστέψουμε ὃτι εἷσαι ἐσύ». Δὲν τὸ ἔκανες, γιατί και πάλι δὲ
θέλησες νὰ ὑποδουλώσεις τὸν ἄνθρωπο με τό θαῦμα καί λαχταροῦσες μία πίστη ποὺ θἆταν
ἐλεύθερη καὶ δὲ θὰ ἐμπνεόταν ἀπὸ θαύματα. Λαχταροῦσες ἐλεύθερη ἀγάπη κι ὄχι
δουλικὴ ἒκσταση τοῦ ἀνελεύθερου μπροστά στην παντοδυναμία πού θα τον τρομοκρατοῦσε
διά παντός. Κι ἐδῶ ὃμως ἀποτίμησες τους ἀνθρώπους πολύ ὑψηλά, διότι, φυσικά εἶναι
ἀνελεύθεροι, ἔστω κι ἂν ἒχουν φτιαχτεί στατιαστές. Κοίτα γύρω σου καὶ κρῖνε, ὁρίστε,
ἐχουν περάσει δεκαπέντε αἰῶνες, πήγαινε και κοίτα τους: ποιὸν ἀνύψωσες ὡς ἐσένα;
Σοῦ τὸ ὀρκίζομαι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος πιὸ ἀδύναμος καὶ τιποτένιος ἀπ᾿ ὅσο
νόμιζες! Μπορεῖ ἂραγε, εἶναι δυνατὸ ποτὲ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως ἐσύ;
Ἒκτιμώντας τον τόσο, φέρθηκες σαν να εἷχες πάψει να τον συμπονᾶς, διότι ζητοῦσες
απ’αύτόν πάρα πολλὰ, κί αὐτό το ἒκανε ποιος, ἐκεῖνος πού τον ἀγάῆσε περισσότερο
ἀπὀ τὸν ἑαυτό του! Ἂν τοὺς ἐκτιμοῦσες λιγώτερο, θὰ ἀπαιτοῦσες ἀπό αὐτούς
λιγότερα, κί αὐτό θα ἧταν πιο κοντά στὴν ἀγάπη, ἀφοῦ το φορτίο θα ἧταν ἐλαφρύτερο.
«Εἶναι ἀδύναμος και
πρόστυχος. Και τί ποῦ τώρα έξεγείρεται παντοῦ ἐναντίον τῆς ἐξουσίας μας και
κομπάζει για ὃτι ἐξεγείρεται; Αὐτό εἷναι ο κομπασμός ἑνός παιδιοῦ, ἑνός
σχλιαρόπαιδου. Εἶναι μικρά παιδιά πού στασίασαν στην τάξη κι ἒδιωξαν τον
δάσκαλό τους. Ἀλλὰ ο ἐνθουσιασμός των μικρών θὰ πάρει τέλος καὶ θὰ τοὺς
στοιχίσει ἀκριβά. Θὰ γκρεμίσουν τοὺς ναοὺς καὶ θὰ πνίξουν τὴ γῆ στὸ αἷμα. Και
τελικά θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους αὐτὰ τ᾿ ἀνόητα παιδιά, ὃτι ἀκόμα και αν εἶναι
στασιαστές, εἶναι ἀδύναμοι στασιαστές, δεν αντέχουν ούτε την ίδια τους την ἀνταρσία.
Πνιγμένοι στα ἠλίθια δάκρυά τους θὰ παραδεχτούν τελικά ὅτι ὁ Δημιουργὸς
κάνοντάς τους ἔτσι στασιαστές, ἢθελε ἀναμφίβολα νὰ γελάσει μαζί τοὺς. Θὰ ποῡν ὃτι
εἶναι ἀπελπισμένοι, και τά λόγια τους αὐτά θα εἶναι βλασφημία, ἐξαιτείας της ὀποίας
θα γίνουν ἀκόμη πιὸ δυστυχισμένοι, καθότι ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἀντέχει τὴ
βλασφημία, καὶ καταλήγει νὰ παίρνει τὴν ἐκδίκησή της. Ταραχή, σύγχηση καί
δυστυχία, να ποια εἶναι ή τωρινή μοίρα τῶν ἀνθρώπων κατόπιν ὃλων ὃσων ἐσύ ὐπέφερες
γιὰ νὰ την ἐλευθερία τους!
«Ὁ μεγάλος προφήτης
σου λέει, μέσα στὸ ὅραμά του και στις παραβολές του, ὅτι εἶδε ὅλους τους
περιλαμβανόμενους στὴν πρώτη ἀνάσταση κί ὃτι ἦταν άπό κάθε φυλή δώδεκα χιλιάδες7.
Μά ἂν ἧταν τόσοι, τότε μάλλον οὒτε αύτοί θα ἧταν ἄνθρωποι, ἀλλά θεοί. Ἂντεξαν
την σταύρωση σου, ἂντεξαν δεκάδες χρόνια στη λιμοκτονοῦσα και γυμνή ἔρημο,
τρεφόμενοι με ἀκρίδες και ρίζες….και βεβαίως, μπορεῖς με ὑπερηφάνια να ἐπέδειξες
αὐτὰ τὰ παιδιὰ τῆς ἐλευθεριᾶς, τής ἐλεύθερης ἀγάπης, τῆς ἐλέυθερης και ὑπέροχης
θυσίας τους ἐν ὀνόματί σου. Να θυμᾶσαι ὃμως ὃτι ἦταν μόνο μερικὲς δεκάδες
χιλιάδες, θεοί κι αὐτοί. Οἱ ὑπόλοιποι; Τι φταῖνε οἱ λοιποί ἀδύναμοι ἂνρθωποι
πού δεν μπόρεσαν να ἀντέξουν ὃσα οἱ παντοδύναμοι; Τι φταίει ἡ αδύναμη ψυχή ποὺ
δὲν εἷναι σε θέση νὰ χωρέσει τόσο φοβερά δῶρα; Και εἷναι δυνατόν να εἷχες ἒρθει
στ᾿ ἀλήθεια μόνον στους ἐκλεκτούς και γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς; Ἂν εἷναι ἒτσι, τότε ἐδῶ
ὑπάρχει ἓνα μυστήριο ἀκατανόητο γιὰ μᾶς, Καὶ ἂν εἶναι μυστήριο, τότε ἒχουμε κι ἐμεῖς
δικαίωμα νὰ πρεσβέυουμε ἓνα μυστήριο και να κηρύττουμε ὃτι δεν εἷναι ἡ ἐλευθερη
ἀπόφαση τῆς καρδιᾶς τους το βασικό, οὔτε ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ τό μυστήριο στο ὁποίο ὀφείλουν
νὰ ὑπακούουν τυφλά, ἀκόμη καὶ ἐνάντια στὴν συνείδησή τους. Αὐτὸ και κάνουμε.
«Διορθώσαμε τον ἂθλο
σου και τον στηρίξαμε στὸ θαῦμα, στὸ μυστήριο καὶ στο κύρος. Κι οἱ ἄνθρωποι
χάρηκαν πού τους κατεύθυνανε ἐκ νέου σὰν κοπάδι καὶ πού ἒφυγε ἐπιτέλους ἀπό τις
καρδιές τους το τόσο τρομαχτικό βάρος ἐνός δώρου πού τους ἐφερε τόσα βάσανα.
Κάναμε σωστά κηρύσσοντας και πράττοντας ἒτσι; Για πές! Μήπως δεν ἀγαπούσαμε την
ἀνθρωπότητα, συνειδητοποιώντας τόσο ταπεινά την ἀδυναμία της, ἐλαφραίνοντας με ἀγάπη
τὸ φορτίο της και ἐπιτρέποντας τήν ἀδύναμη φύση τής ἀκόμη και τήν ἁμαρτία, ἀλλά
μὲ τὴν ἄδειά μας; Γιατί λοιπὸν ἦρθες τώρα να μάς ἐνοχλήσεις; Και τι με κοιτάς
σιωπηλὸς καὶ διεισδυτικά με το πράο βλέμμα σου; Θύμωσε δὲν τὴ θέλω τὴν ἀγάπη
σου, γιατί οὔτε ἐγὼ σ᾿ ἀγαπῶ. Τι ἐχω νὰ σού κρύψω; Ἢ μήπως δἐν ξέρω σὲ ποιὸν
μιλάω; Ὃσα ἒχω να σοῦ πῶ, σοῦ εἶναι ἢδη γνωστά, τὸ διαβάζω στὰ μάτια σου αὐτό.
Μήπως θά κρύψω ἀπό σένα τὸ μυστικό μας;
«Ἴσως τελικά να
θέλεις νὰ τό ἀκούσεις ἀπ᾿ τὸ στόμα μου, ἂκου λοιπόν: δεν εἲμαστε με ἐσένα ἀλλὰ
μ᾿ Ἐκεῖνον, να το μυστικό μας! Καιρό τώρα δεν εἲμαστε μέ σένα ἀλλά μ’ Ἐκεῖνον, ὀκτώ
αἰῶνες τώρα. Πᾶνε ἀκριβώς ὀκτώ αἰῶνες ποὺ πήραμε ἀπ᾿ Αὐτὸν εἰκεῖνο πού ἐσύ ἀπερριψες
ἀγανακτισμένος, το τελευταῖο τοῦτο δῶρο, ποὺ σοῦ πρότεινε, δείχνοντας σου ὃλα τὰ
ἐπίγεια βασίλεια: πήραμε ἀπ’ Αὐτόν τὴ Ρώμη καὶ τὸ ξίφος τοῦ Καίσαρα, και ἀνακυρήξαμε
τους εύτούς μας ἐπίγειους καίσαρες, μοναδικούς καίσαρες, παρότι μέχρι τώρα δὲν ἒχουμε
προλάβει να ὀλοκληρώσουμε πλήρως το ἒργο μας. Ποιος εὐθύνεται ὃμως; Ὤ! Το
πράγμα εἷναι ἀκόμα στὴν ἀρχή του, ἀλλά ἒχει ἀρχίσει. Θα περιμένουμε ἀκόμα πολύ
μέχρι να ὀλοκληρωθεῖ, και θα ὑποφέρει ἀκόμα πολύ ἡ γῆ, ἀλλὰ θὰ τά καταφέρουμε,
θὰ γίνουμε Καίσαρες καὶ τότε θὰ συλλογιστοῦμε καὶ τὴν παγκόσμια εὐτυχία. Κί ὡστόσο
θὰ μποροῦσες ἀκόμα τότε νἆχες πάρει τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα. Γιατί ἀπέρριψες αὐτὸ
τὸ τελευταῖο δῶρο; Δεχόμενος τὴν τρίτη συμβουλὴ τοῦ παντοδύναμου Πνεύματος, θὰ
εἶχες ἐκπληρώσει ὃλα ὃσα ἀναζητεῖ ὁ ἂνθρωπος στη γῆ, δηλαδή: ποιόν να
προσκυνήσει, σε ποιόν να ἀποθέσει τη συνείδηση του και με ποιόν τρόπο θα
συμβληθοῦν ὃλοι σε μια ἀδιαμφισβήτητη, κοινή και εἰρηνική μυρμηγκοφωλιά, καθότι
ἡ ἀνάγκη παγκόσμιας ἕνωσης εἶναι τὸ τρίτο καὶ τελευταῖο μαρτύριο τῶν ἀνθρώπων.
«Στο σύνολο της, ἡ ἀνθρωπότητα
ἐτεινε πάντα νὰ ὀργανώνεται σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἀνυπερθέτως. Υπῆρξαν πολλοί
μεγάλοι λαοί με μεγάλη ἱστορία, ἀλλά ὃσο πιο ψηλά ἧταν οἱ λαοί με μεγάλη ἱστορία
τόσο πιο δυστυχισμένοι ἧταν, διότι συνειδητοποιοῦσαν τὴν ἀνάγκη τῆς
παγκοσμιότητας στην ἑνωση τῶν ἀνθρώπων. Οἱ μεγάλοι καταχτητές, οἱ Τιμούρ και οἱ
Τσέγκις Χάν, ἐφόρμησαν σαν λαίλαπες πάνω στην γῆ, πασχίζοντας να καταχτήσουν
την ὑφήλιο, μά κι αὐτοί, ἒστω και άσυνείδητα, ἐξέφρασαν την ἲδια μεγάλη ἀνάγκη
τῆς ἀνρθωπότητας για παγκόσμια και γενική συνένωση. Ἂποδεχόμενος τον κόσμο και
τὴν πορφύρα τοῦ Καίσαρα, θὰ θεμελίωνες το παγκόσμιο βασίλειο και θα πρόσφερες
καὶ την παγκόσμια ἠρεμία. Καθότι ποιὸς θα ἐξουσιάσει τους ἀνθρώπους ἂν ὂχι ἐκεῖνοι
πού ἐξουσιάζουν τὴ συνείδησή τους κι ἐκεῖνοι ἀπό τους ὁποίους ἐξαρτᾶται το ψωμί
τους; Ἐμεῖς πήραμε τὸ ξίφος τοῦ Καίσαρα, καὶ παίρνοντας τὸ, βεβαίως, σε ἀρνηθήκαμε
καί ἀκολουθήσαμε Ἐκεῖνον. Ὤ, θα περάσουν ἀκόμη αἰῶνες παρεκτροπῶν τοῦ ἐλεύθερου
πνεύματος τῆς ἐπιστήμης και τῆς ἀνθρωποφαγίας τους, καθότι ἀρχίζοντας να
σηκώνουν τον δικό τους Πύργο τῆς Βαβέλ, χωρὶς ἐμᾶς, θα καταλήξουν στην ἀνθρωποφαγία,
Ἒ, τότε τὸ θηρίο θα συρθεῖ σ᾿ ἐμᾶς, θὰ γλύψει τὰ πόδια μας, θὰ τὰ μουσκέψει με
τά αἱματοβαμμένα δάκρυα τῶν ματιῶν του. Κι ἐμεῖς θὰ καθήσουμε πάνω στο θηρίο
και θὰ σηκώσουμε τὸ κύπελλο ποὺ πάνω του θα εἶναι γραμμένο: «Μυστήριο!» Τότε
και μόνον τότε θα προκύψει για τους ἀνθρώπους το βασίλειο τῆς ἠρεμίας και τῆς εὐτυχίας.
«Περηφανεῦεσαι γιὰ τοὺς
ἐκλεκτούς σου, ὃμως για σένα εἷναι ἁπλώς ἐκλεκτοί, ἐνῷ ἐμεῖς θὰ τους εἰρηνεύσουμε.
Κι ἐξάλλου: τόσοι ἀπό αὐτούς τους ἐκλεκτούς, ἀπό τους δυνατούς, πού θα
μπορούσαν να γίνουν ἐκλεκτοί, κουράστηκαν περιμένονντάς σε και μετέφεραν και θα
μετάφέρουν ἀκόμα τις δυνάμεις τοῦ πνεύματός τους καὶ τὴ φλόγα τῆς ψυχῆς τους σε
ἂλλον ἀγρό και θα καταλήξουν νὰ ὐψώσουν ἐναντίον σού το ἐλεύθερο λάβαρο τους. Εἶσαι
ὃμως ἐσύ ὁ ἲδιος πού σήκωσες το λάβαρο αὐτό. Μ’ ἐμᾶς ὃλοι θα εἶναι εὐτιχισμένοι
και δεν θα ἐξεγείρονται πλέον, οὒτε θα ἐξοντώνουν ὁ ἓνας τον ἂλλο, ὁπως με τη δική
σου ἐλευθερία παντοῦ. Ὤ, θὰ τοὺς πείσουμε ὅτι θα γίνουν ἐλεύθεροι μόνο ὃταν ἀπαρνηθοῦν
τὴν ἐλευθερία ὑπέρ ἡμῶν και μᾶς ὑποταχθοῦν. Τι νομίζεις, θα ἒχουμε μιλήσει
σωστά ἢ θα ψευδόμαστε; Μόνοι τος θα πειστοῦν ὅτι ἒχουμε δίκιο, διότι θὰ θυμηθοῦν
σὲ τι φρίκη δουλικότητας τοὺς εἶχε βυθίσει ἡ δική σου ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία,
το ἐλεύθερο πνέυμα και ἡ ἐπιστήμη θὰ τοὺς ὁδηγήσουν σε τέτοια ἀδιέξοδα και θὰ
τοὺς φέρουν μπροστά σε τέτοια θαύματα και ἂλυτα μυστήρια, ποὺ κάποιοι ἀπο αὐτούς,
οἱ ἀνυπόταχτοι και θηριώδεις, θὰ ἐξοντώσουν τους ίδιους τους ἑαυτούς τους, ἐνῶ ἄλλοι,
οἱ ἀνυπόταχτοι ἀλλα ἀδύναμοι, θα ἐξοντώσουν ὁ ἓνας τον ἂλλο, και κάποιοι
τρίτοι, οἱ έναπομοίναντες ἀδύναμοι και δυστυχισμένοι θὰ συρθοῦν ὣς τά πόδια μας
και θα ἀναφωνήσουν: «Ναί, εἴχατε δίκιο, μόνο ἐσεῖς κατείχατε τὸ μυστικὸ Του· κι
ἐπιστρέφουμε σε ἐσᾶς, σῶστε μας ἀπό ἐμᾶς τους ἲδιους!» Λαβαίνοντας ἀπὸ μᾶς τον ἂρτο,
φυσικά, θὰ βλἐπουν ξεκάθαρα ὅτι τον ἂρτο τοὺς αὐτόν πού ἒβγαλαν με τά ἲδια τους
τά χέρια, τους τόν παίρνουμε γιὰ νὰ τούς τὸν μοιράσουμε, χωρίς κανένα θαῦμα ἐδῶ,
θὰ δοῦν ὅτι ἐμεῖς δὲν μετρέψαμε τά λιθάρια σε ἂρτους, ὂμως ἀλήθεια, περισσότερο
ἀπ’ ὃ,τι για το ψωμί θα χαίρονται για΄το ὃτι το λαβαίνουν ἀπὸ τὰ χέρια μας!
Διότι θὰ θυμοῦνται πολύ καλά ὃτι πρίν, χωρίς ἐμᾶς, οἱ ἂρτοι πού ἒφτιαχνάν,
μετατρέποντας στα χέρια τους σε λιθάρια, ἐνώ ὃταν ἐπέστρεψαν σ’ἐμάς τά λιθάρια
αύτά μετατρέποντας στα χέρια τους σε ἂρτους. Θὰ ἐκτιμήσουν πολύ, πάρα πολύ, το
τι σημαίνει να ὑποτάσσεσαι μια για πάντα!
«Κι ὃσο οἱ ἄνθρωποι δὲ
θὰ το κατανοούν αὐτό, θἆναι δυστυχισμένοι. Ποιὸς συντέλεσε περισσότερο σ’αὐτή
τη μη κατανόηση; Πές μου! Ποιὸς διέσπασε καὶ τὸ σκόρπισε σε πρωτόγνωρα
μονοπάτια; Το ποίμνιο ὃμως θὰ ξανασυγκεντρωθεῖ και θα ξαναυποταχτθεῖ, αὐτή τη
φορά γιὰ πάντα. Τότε θὰ τοὺς προσφέρουμε μία ἤρεμη, ταπεινὴ εὐτυχία, τήν εὐτυχία
τῶν ἀδύναμων πλασμάτων, ὃπως και ἒχουν πλαστεῖ.Ὢ, θα τούς πείσουμε τέλος, νὰ μὴν
εἶναι περήφανοι, διοτί ἐσύ τους ἀνύψωσες και ἐτσι τους ἒμαθες να
περηφανεύονται. Θα τους ἀποδείξουμε ὅτι εἶναι ἀδύναμοι. ὃτι εἶναι μόνο ἀξιολύπητα
παιδιά, μὰ πὼς ἡ παιδιάστικη εὐτυχία εἶναι γλυκύτερη ἀπό κάθ ἂλλη. Θὰ γίνουν ἂτολμοι
και θα μᾶς κοιτᾶνε και θα σφίγγονται πάνω μας φοβισμένοι, σὰν τὰ τρυφερὰ
κλωσσοπούλια κάτω ἀπ᾿ τὰ φτερὰ τῆς κότας. Θὰ μας θαυμάζουν καὶ θα σκιάζονται
μπροστά μας, και θα εἶναι περήφανοι πού εἲμαστε τόσο δυνατοί και τόσο ἒξυπνοι,
πού μπορέσαμε να ὑποτάξουμε ἓνα τόσο ταραγμένο ποίμνιο ἐκατομυρίων. Θα τρέμουν ἀνίσχυροι
την ὀργή μας, το πνέυμα τους θα κιοτέψει, τά μάτια τους θα ἀποκτήσουν
δακρύρροια, ὃπως των παιδιῶν και τῶν γυναικών, ἀλλά θα μεταπηδοῦν τόσο εὒκολα,
κατόπιν νεύματος, στην εὐθυμία και το γέλιο, στη λαμπερή χαρά και στο εὐτιχισμένο
παιδικό τραγουδάκι.
«Ναι, βέβαια, θὰ τοὺς
ὑποχρεώνουμε νὰ δουλεύουν, μὰ τὶς ὦρες τῆς σχόλης τους, θὰ κάνουμε τὴ ζωή τους
παιχνίδι, μὲ τραγούδια, μὲ χορωδίες, μ᾿ ἀθῴους χορούς. Ὤ, ναί! Θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε
ἀκόμη καὶ ν᾿ ἁμαρτάνουν, γιατί εἶν᾿ ἀδύναμοι, κι ἐξαιτίας αὐτοῦ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς
ἀγαποῦν σὰν παιδιά. Θὰ τοὺς ποῦμε ὃτι κάθε ἁμαρτία τους θὰ ἐξιλεωθεῖ ἂν ἒχει
διαπραχθεῖ κατόπιν ἀδεια μας· τοὺς ἐπιτρέπουμε να ἁμαρτἠσουν διότι τους ἀγαπᾶμε,
καὶ την τιμωρία για τις ἁμαρτίες θα την πάρουμε πάνω μας, δεν γίνεται ἀλλιῶς. Θὰ
την πάρουμε πάνω μας κι αὐτοί θα μᾶς λατρεύουν σὰν εὐεργέτες ποὺ ανέλαβαν ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ τις δικές τους ἁμαρτίες. Και δεν θα ἒχουμε κανένα μυστικό ἀπ΄ αὐτούς.
Θά τοὺς ἐπιτρέπουμε ἢ θὰ τοὺς ἀπαγορεύουμε νὰ ζοῦνε μὲ τὶς γυναῖκες τους καί τὶς
ἐρωμένες τους, νἄχουν ἢ νὰ μὴ ἔχουν παιδιὰ -ἀνάλογα με το πόσο ὑπάκουοι θα εἶναι
– και θα ὐποτάσσονται σε ἐμᾶς μὲ χαρά κι εὐθυμία. Τά πιο βασανιστικά μυστικὰ τῆς
συνείδησής τους, ὃλα, ὃλα, θὰ τά φέρουν σ’ἐμᾶς κι ἐμαῖς θα τά λύσουμε ὃλα, και
θα πιστέψουν στη λύση μας με χαρά, διότι αὐτό θα τους γλυτώσει ἀπό μία μεγάλη
σκοτούρα και ἀπό τά τρομερά τωρινά βάσανα μιᾶς ἀπόφασης προσωπικῆς κι ἐλεύθερης.
Και θα εἶναι ὃλοι εὐτυχισμένοι, ὃλα τά ἑκατομμύρια πλάσματα, ἐκτός άπό τις ἑκατό
χιλιάδες πού θα τους διοικοῦν. Διότι μόνον ἐμεῖς, ἐμεῖς, ποὺ θὰ φυλᾶμε το
μυστικό, μόνον ἐμεῖς θα εἲμαστε δυστυχισμένοι. Θα ὑπάρχουν δισεκατομμὐρια εὐτιχισμένων
βρεφῶν και ἑκατό χιλιάδες μαρτύρων πού πῆραν ἀπάνω τους την κατάρα τῆς γνώσης
τοῦ καλοῦ και τοῦ κακοῦ. Ἂθόρυβα θα πεθἀνουν, ἀθόρυβα θὰ σβήσουν ἐν ονόματι σου
και μέσα στον τάφο δεν θα συναντήσουν παρὰ μόνο τὸ θάνατο.
«Ὃμως ἐμεῖς θὰ
φυλάξουμε τὸ μυστικό· και για δική τους πάλι εὐτυχία θα τους δελεάζουμε μὲ τήν
ούράνια και αἰώνια ἐπιβράβευση. Καθότι αν ὑποθέσουμε ὃτι ὑπάρχει κάτι στον ἂλλο
κόσμο, σίγουρα δεν εἶναι για τύπους σαν αὐτους. Λένε και προφητεύουν ὅτι θὰ ἒρθεις
και θά νικήσεις ἐκ νέου, περιτριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς σου, με τους
περήφανους και δυνατούς σου· ἀλλά ἐμεῖς θα ποῦμε ὃτι αύτοί ἒσωσαν μόνο τους ἑυατούς
τους, ἐνῶ ἐμεῖς θἄχουμε σώσει ὅλο τὸν κόσμο. Λένε ὅτι θα ἀτιμαστεῖ ἡ πόρνη πού
κάθεται πάνω στὸ θηρίο καὶ κρατάει στο χέρι της τὸ μυστήριο8, ὅτι θὰ
ἐξεγερθοῦν ἐκ νέου οἰ αδύναμοι, καί θὰ ξεσκίσουν τὴν προρφύρα της καὶ θὰ
γυμνώσουν το «πρόστυχο» σώμα της. Τότε ὁμως θὰ σηκωθῶ ἐγώ και θα σε δείξω στα
δισεκατομμύρια τῶν εὐτιχισμένων βρεφῶν, πού δεν γνωρίζουν την ἁμαρτία. Κι ἐμεῖς,
ποὺ ἐπωμιστήκαμε τις ἁμαρτίες τούς, γιὰ τὴν εὐτυχία τους, θα σταθοῦμε μπροστά
σου και θα ποῦμε: «Δίκασε μας, ἂν μπορεῖς και τολμᾶς».
«Μάθε ὃτι δεν σε φοβᾶμαι.
Μἀθε ὃτι ἢμουν κι ἐγώ στὴν ἔρημο, ὃτι κι ἐγώ τρεφόμουν μέ ἀκρίδες καὶ ρίζες· ὃτι
κί ἐγώ ἒχω εὐλογήσει τὴν ἐλευθερία, με την ὁποία ἐσύ τοὺς ἀνθρώπους, κι ἐγώ
προετοιμαζόμουν να ἐνταχθώ στις γραμμές των ἐκλεκτῶν σου, των δυνατῶν και ἰσχυρῶν,
λαχταροῦσα να «συμπληρώσω τις γραμμές». Ἀλλὰ συνῆλθα και δεν θέλησα να ὑπηρετήσω
την τρέλλα. Ἐπέστρεψα και συνενώθηκα με τη στρατιά ἐκείνων πού διόρθωσαν το ἒργο
σου. Ἐφυγα ἀπό τοὺς περήφανους κὶ ἐπέστρεψα στοὺς ταπεινούς γιὰ τὴν εὐτυχία αὐτῶν
τῶν ταπεινῶν». Ἀυτό πού σού λέω θά γίνει, και « Ἠ βασιλεία μας θα ἐγκαθιδρυθεῖ.
Σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὃτι αὔριο κιόλας θα δεῖς αὐτό το ὑπάκουο κοπάδι, με το πρῶτο
νεῦμα μου, να τρέχει να φυσήξει τά ἀναμμένα κάρβουνα τῆς πυρᾶς σου, σ ΄ αὐτή
πού θα σε κάψω γιατί ἧρθες να μᾶς ἐνοχλήσεις. Διότε ἂν ὑπήρξε κάποιος πού ἂξιζε
την πυρά μας, αὐτὸς εἶσ᾿ ἐσύ. Αὔριο θὰ σὲ κάψω. Dixi.9»
Ὁ ἱεροεξεταστὴς
σωπαίνει, περιμένει μία στιγμὴ τὴν ἀπάντηση τοῦ Κρατούμενου. Ἡ σιωπή του, τὸν
βαραίνει. Eἶχε δεῖ με πόση προσοχή και ἠρεμία τὸν ἄκουγε ὅλη αὐτή τὴν ὥρα ὁ Ἒγκλειστος
κοιτάζοντας τον κατάματα, ἀλλά, προφανῶς δεν ἢθελε να τον ἀντικρούσει. Ὁ γέρος
θἀ ἢθελε τρομερά νὰ τοῦ ἒλεγε ὀ,τιδήποτε, ἒστω και πικρό, τρομαχτικό. Ἒκείνος ὃμως
πλησιάζει σιωπηλὸς τὸ γέρο καὶ τον ἀσπάζεται ἐλαφρά στα ἀναιμικά ένενηντάχρονα
χείλη του. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπάντησή. Ὁ γέρος ἀναπηδάει, κάτι συσπᾶται στις ἂκρες τῶν
χειλιῶν του· πηγαίνει στὴν πόρτα, τὴν ἀνοίγει καὶ τοῦ λέει: «Πήγαινε καὶ νὰ μὴν
ξανάρθεις… μὴν ξανάρθεις πιά….ποτέ, ποτέ!» Καὶ τὸν ἀφήνει νὰ βγεί «στις
σκοτεινές πλατεῖες τῆς πόλης». Ὁ Αἰχμάλωτος φεύγει.
Παραγωγή BBC 1975.
Μέγας Ιεροεξεταστής: John Gielgud, Κρατούμενος: Michael Feast.
- Παραλαγή σε ένα στίχο από το ποίημα του Α. Σ. Πούσκιν, «Ο πέτρινος επισκέπτης»
- Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, κεφ 8, εδ. 31-36 και κατά Λουκάν Ευαγγέλιο κεφ. 4, εδ. 18
- Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. 4, εδ. 4
- Παράφραση του εδ.4, κεφ 13 της Αποκάλυψης του Ιωάννου
- Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, κεφ 4, εδ 9-11
- Δες σχετικά και Πασκάλ, Σκέψεις, όπου μεταξύ άλλων κάνει αναφορά και στα λόγια του Αγίου Αυγουστίνου: «Δεν θα ήμουν χριστιανός αν δεν υπήρχαν τα θαύματα».
- Εννοεί τον Ιωάννη τον Θεολόγο ( Αποκἀλυψη, κεφ. 7 εδ.4-8 )
- Αποκάλυψη Ιωάννου, κεφ. 17, εδ. 3-5
- Είπα ( λατ.)
* Μετάφραση από τα
ρώσικα Ελένη Μπακοπούλου, Αδελφοί Καραμαζὠφ του Φιοντόρ
Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ
[Πηγή: respublica, 07/08/2015]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου